Καρδιακή ανεπάρκεια και διουρητικά

Η πιο ακραία και επικίνδυνη εκδήλωση είναι το οξύ πνευμονικό οίδημα, όπου ο ασθενής πρακτικά «πνίγεται» μέσα στο ίδιο του το αίμα και αυτό μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στο θάνατο

0
3606

Γράφει ο Αχιλλέας Παπαδόπουλος

Η καρδιακή ανεπάρκεια ορίζεται ως δομική η λειτουργική ανωμαλία της καρδιάς, η οποία οδηγεί στην αποτυχία μεταφοράς του οξυγόνου με τέτοιο ρυθμό ώστε να επαρκεί για τις ανάγκες των περιφερικών ιστών του σώματος. Το οξυγόνο μεταφέρεται με το αίμα και για πετύχει η ανεπαρκούσα καρδιά να μεταφέρει αρκετό οξυγόνο χρειάζεται να στέλνει στο σώμα περισσότερο αίμα, άρα περισσότερα υγρά. Έτσι, σε συνδυασμό με τα νεφρά που συχνά δυσλειτουργούν στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, στο σώμα μας γίνεται κατακράτηση υγρών και το γεγονός αυτό αποτελεί την αιτία των βασικών συμπτωμάτων της καρδιακής ανεπάρκειας. Ένα από αυτά είναι η δύσπνοια, το λαχάνιασμα που μπορεί να προκαλείται σε μεγάλη ή σε μικρή προσπάθεια ή ακόμα και σε ηρεμία και οφείλεται στην πνευμονική συμφόρηση, που προκαλούν τα παραπανίσια υγρά σε συνδυασμό με την αδυναμία της καρδιακής αντλίας να τα χειριστεί σωστά. Η πιο ακραία και επικίνδυνη εκδήλωση αυτής της κατάστασης είναι το οξύ πνευμονικό οίδημα, όπου ο ασθενής πρακτικά «πνίγεται» μέσα στο ίδιο του το αίμα και αυτό μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στο θάνατο. Ένα άλλο σύμπτωμα της κατακράτησης υγρών είναι τα περιφερικά οιδήματα, τα οποία συνήθως ξεκινούν, λόγω βαρύτητος από τα κάτω άκρα, γύρω από τους αστραγάλους και μπορεί να επεκταθούν προς τα πάνω τις κνήμες και τους μηρούς, ακόμη και σε όλο το σώμα οδηγώντας σε αυτό που ονομάζουμε «οίδημα ανά σάρκα».

Προκειμένου να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τα παραπάνω συμπτώματα, ένα από τα βασικά φάρμακα που χορηγούμε στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια είναι τα διουρητικά. Τα φάρμακα αυτά δρουν κυρίως στα νεφρά, όπου διευκολύνουν την αποβολή των υγρών με διάφορους μηχανισμούς με κύριο χαρακτηριστικό την ταυτόχρονη αποβολή νατρίου. Η αποβολή των υγρών αυτών ανακουφίζει την ανεπαρκούσα καρδιά, μειώνει ή εξαφανίζει τα περιφερικά οιδήματα και ο ασθενής μας μπορεί να περπατάει μεγαλύτερη απόσταση χωρίς να λαχανιάζει.

Το ότι ο ασθενής με καρδιακή ανεπάρκεια λαμβάνει διουρητικά δεν σημαίνει όμως ότι μπορεί να πίνει όσα υγρά θέλει. Θα πρέπει αντίθετα να περιορίσει δραστικά τον όγκο του νερού, αλλά και όλα τα υπόλοιπα υγρά. Δεν έχει νόημα δηλαδή να πίνει μόνο δύο ποτήρια νερό την ημέρα και ήσυχος ότι έκανε το καθήκον του να πίνει παράλληλα τρείς πορτοκαλάδες, δύο καφέδες, τσάι και γάλα! Ακόμη και οι σούπες θα πρέπει να υπολογίζονται στην συνολική καθημερινή πρόσληψη υγρών και ο ασθενής, σε συνεργασία με τον θεράποντα καρδιολόγο, θα πρέπει να καταγράφει προσεκτικά τις ποσότητες υγρών που πίνει και να ακολουθεί τις οδηγίες που του έχουν δοθεί. Όταν ο ασθενής παίρνει παράλληλα μεγάλες ποσότητες διουρητικών και πίνει μεγάλες ποσότητες υγρών, πολύ συχνά προκαλείται υπονατριαιμία, επειδή προσλαμβάνει από το στόμα υγρά χωρίς νάτριο, το οποίο χρειάζεται να αντικαταστήσει τα υγρά με νάτριο που αποβάλλει από τα νεφρά. Βέβαια, για την κακή αυτή τακτική, δεν φταίει πάντα ο ασθενής μας, αφού αρκετά συχνά υπεύθυνοι είμαστε κι εμείς οι ιατροί: είτε επειδή δεν έχουμε φροντίσει να τον ενημερώσουμε σωστά, θεωρώντας δεδομένο ότι έχει ιατρικές γνώσεις, είτε επειδή μερικές φορές δεν συνεργαζόμαστε μεταξύ μας και δίνουμε αλληλοσυγκρουόμενες οδηγίες. Έτσι, όχι σπάνια, ο ασθενής με καρδιακή ανεπάρκεια λαμβάνει οδηγίες να πίνει πιει άφθονα υγρά από ιατρούς άλλης ειδικότητας, όπως για παράδειγμα από τον ουρολόγο λόγω της αιματουρίας που έχει ή από το μικροβιολόγο, ο οποίος ανησύχησε όταν είδε στις εξετάσεις του τη λογική αύξηση της ουρίας που τα διουρητικά προκαλούν.

Γενικά οι ασθενείς θα πρέπει να εκπαιδευθούν να ρυθμίζουν οι ίδιοι την δόση των διουρητικών που λαμβάνουν, με κριτήριο τα συμπτώματα τους και το σωματικό τους βάρος. Κάθε πρωί μετά την ούρηση θα πρέπει να ζυγίζονται και να καταγράφουν το βάρος τους. Η αύξηση του βάρους στους ασθενείς αυτούς συνήθως δεν προκαλείται από υπερβολική λήψη τροφής, αλλά από κατακράτηση υγρών και όταν εμφανίζεται πρέπει να οδηγεί σε αύξηση της δόσης των διουρητικών, ειδικά να συνοδεύεται και από εμφάνιση ή αύξηση περιφερικών οιδημάτων ή δύσπνοιας στην προσπάθεια. Τέλος, θα πρέπει να τους δοθεί οδηγία για τακτικές μικροβιολογικές εξετάσεις, κυρίως για τον έλεγχο του καλίου, νατρίου, ουρίας και κρεατινίνης, επειδή η θεραπεία με διουρητικά μπορεί συχνά να οδηγήσει τόσο σε ηλεκτρολυτικές διαταραχές, όσο και σε επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ