Της Νόρας Κωνσταντινίδου
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ
Την 24ην Φεβρουαρίου 1821
Εις το γενικόν στρατόπεδον του Ιασίου
«Η ΩΡΑ ΗΛΘΕΝ, ω Άνδρες Έλληνες. Προ πολλού οι λαοί της Ευρώπης πολεμούντες υπέρ των ιδίων δικαιωμάτων και ελευθερίας αυτών, μας επροκάλουν εις μίμησιν. Αυτοί, καίτοι οπωσούν ελεύθεροι, όλαις δυνάμεσι επροσεπάθησαν να αυξήσωσι την ελευθερίαν, και δι’ αυτής πάσαν αυτών την ευδαιμονίαν.
Οι αδελφοί μας και φίλοι είναι πανταχού έτοιμοι, οι Σέρβοι, οι Σουλιώται η Ήπειρος οπλοφορούντες μας περιμένουσιν˙ ας ενωθούμεν λοιπόν με ενθουσιασμόν! Η Πατρίς μας προσκαλεί!»
Το παραπάνω εύγλωττο απόσπασμα, γραμμένο μπροστά από 200 ακριβώς χρόνια, αντιγραμμένο από ένα περίπου τρισέλιδο κείμενο με τον τίτλο «ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ» με ευανάγνωστη την υπογραφή του επίσημου Αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας από τον Απρίλιο του 1820 του ρωσικού στρατού και υπασπιστή του Τσάρου Αλέξανδρου, του Αλέξανδρου Υψηλάντη αποτελεί ιστορικό κεφάλαιο1. Πρόκειται για ένα συμβολικό κομμάτι από την ιστορική Προκήρυξη που κυκλοφόρησε στο Ιάσιο, λίγο πριν να αρχίσουν οι πολεμικές επιχειρήσεις στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Διακρίνεται ως μία ένθερμη πρόσκληση και προτροπή προς το Πανελλήνιο, όπως διψαλέα αποφασισμένο το υπόδουλο έθνος για πίστη και πατρίδα επιλέγει να αγωνισθεί για την κατάκτηση του υπέρτατου αγαθού, της ελευθερίας. Η ΩΡΑ ΗΛΘΕΝ. Ήλθε τελεσίδικα και αποφασιστικά, χωρίς χρονικό σήμα: Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδας, τραγωδεί ο Έλληνας (όχι ο ραγιάς, ούτε ο Γραικός). Αποδίδεται με στίχους από τον λαό στα δημοτικά τραγούδια του ο πόθος του. Είναι ολιγόλογος: «Για του Χριστού την πίστη την Αγία / και της πατρίδος την Ελευθερία / γι’ αυτά τα δύο πολεμώ / κι αν δεν τα επιτύχω / τι με ωφελεί να ζήσω».
Κι αλλού, χωρίς την παραπάνω υπέρμετρη έξαρση:
«Όποιος τυράννους δεν ψηφεί
κι ελεύθερος στον κόσμο ζη
δόξα, τιμή, ζωή του
είν’ μόνον το σπαθί του».
Το ξεκίνημα της Επανάστασης γίνεται από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες για σοβαρούς λόγους που προέβαλε η Φιλική Εταιρεία. Ένας από αυτούς ήταν πως εκεί υπήρχαν και ικανοί στρατιωτικοί. Στις 6 (απογευματινή ώρα), Φεβρουάριο μήνα, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέρασε τον Προύθο πόταμο κι έφτασε στο Ιάσιο. Κάλεσε τους εκεί Έλληνες να ταχθούν κάτω από τη σημαία του. Ανάμεσα στους πρώτους που έδωσαν παρόν στο εθνικό προσκλητήριο ήταν και ο Γεωργάκης Ολύμπιος, τον οποίο ο ελληνικός λαός δεν ξέχασε στα τραγούδια του, όπως:
«Ο Υψηλάντης έγραφε σ’ όλα τα προεδρεία
να συναχτούν οι αρχηγοί στα μέρη της Βλαχίας
να κάνουν το μουσαφερί, να πουν καλές κουβέντες.
Ποιο είν’ άξιο και γρήγορο, ποιο είν’ το παλικάρι,
πόχει φτερά στα πόδια του, αϊτός για να πετάξει,
αυτό να πάει τα γράμματα μέσα στο Βουκουρέστι.
Μόν’ έν’ παιδί απ’ τον Όλυμπο, από το Λιτοχώρι,
αυτό είν’ άξιο και γρήγορο, αϊτός για να πετάξει,
σαν το σαΐνι να διαβεί τα όρη και τις ράχες,
και σαν αϊτός θέλει να ’ρθει χαμπάρι να μας φέρει».
Με αυτά και από όλα αυτά, που είναι μέρος μια ολότητας στην ουσία απροσδιόριστης «η ώρα ήλθεν, ω άνδρες Έλληνες. Προ πολλού οι λαοί της Ευρώπης πολεμούντες υπέρ των ιδίων δικαιωμάτων και Ελευθερίας αυτών, δεν έχουν αφήσει κανένα περιθώριο στον εφησυχασμό. ΝΥΝ ΥΠΈΡ ΠΑΝΤΩΝ Ο ΑΓΩΝ»