Γεωργία Μπακάλη
Μια απεγνωσμένη κατάληψη του Αγίου Νικολάου (πρώην Εσκί τζαμί)
για τη στέγαση Μικρασιατών προσφύγων από την Καππαδοκία
Από τη Νίγδη της περιοχής Ικονίου η οικογένεια του δωδεκάχρονου Λάζαρου Σουσλόγλου αναγκάστηκε ως ανταλλάξιμη να αφήσει το πετρόκτιστο σπίτι της, τον μύλο, τα αμπέλια και τους Τούρκους γείτονες της. Ήρθαν στην Ελλάδα με πλοία που τους έβγαλαν στον Πειραιά. Καραντίνα. Παραμονή στο ύπαιθρο. Ειρωνεία για την τουρκοφωνία τους. Φεύγουν και έρχονται με πλοίο στην Καβάλα. Το μέρος δεν άρεσε στον πατέρα του και κατέληξαν στη Δράμα. «Μας βάλανε μέσα σ’ ένα τζαμί (σήμερα Άγιος Νικόλαος) 200 οικογένειες. Τραβούσαμε κουρτίνες να κοιμηθούμε στο πάτωμα, φαγητό κατσαρόλας δεν υπήρχε ούτε τουαλέτες. Εκεί πέθανε η μεγάλη αδελφή μου, έπειτα η άλλη. Μέσα σε δυο μήνες δύο ψυχές, η μία 22 και η άλλη 16 χρονών. Μετά μας έδωσαν οικόπεδα, χτίσαμε με πλιθιά σπίτια και καθίσαμε μέσα».1
Η ιστορία αυτή αντιγράφει λίγο πολύ την οδύσσεια και τις απώλειες των Καππαδοκών που ήρθαν στη Δράμα κατά τα μέσα του 1924. Η εικόνα τους ξένιζε, ο ήχος του ιδιώματός τους, το αποτύπωμα της ταλαιπωρίας τους, εκείνο το -ογλου της κατάληξης των ονομάτων τους έκαναν τους πρόσφυγες αυτούς να μοιάζουν με ξένο σώμα που έφερε τα χαρακτηριστικά ενός ανοίκειου, διαφορετικού κόσμου. Κάπως έτσι τρεφόταν η επιφυλακτικότητα απέναντί τους και η αμφισβήτηση της «ελληνικότητάς» τους. Η παρουσία τους σε μια πόλη όπου το προσφυγικό εξελισσόταν σε κοινωνική βόμβα (αυτοσχέδιοι καταυλισμοί, παραπήγματα, επιδημίες, ρυπαρότητα, φτώχεια και περιθωριοποίηση) προκάλεσε, επιπλέον, αναστάτωση και ενέτεινε το αίσθημα της δυσφορίας των γηγενών αλλά των ήδη εγκατεστημένων και προσφύγων που συνέρρεαν από τον Σεπτέμβριο του 1922. Το κακό βέβαια ξεκινούσε από την τρομερή έλλειψη στέγης. Παρότι τα τζαμιά, τα σχολεία και άλλα δημόσια κτίρια της μουσουλμανικής κοινότητας διατέθηκαν για προσωρινή στέγαση, το πρόβλημα δε λύθηκε, κι ας υπήρχαν εδώ στη Δράμα πολύ περισσότερα τζαμιά σε σχέση με άλλες πόλεις. Και αυτό έχει τη σημασία του, γιατί ήταν προτιμότερο να μεταστεγαστούν εκεί πρόσφυγες που διέμεναν σε σκηνές ή στο ύπαιθρο. Λόγω της μεγάλης χωρητικότητας και της στεγανότητας δε θα πέθαιναν ανυπεράσπιστοι από το ψύχος. Ο εσωτερικός διαχωρισμός με κουβέρτες, χαλιά, σάκκους ή άλλες αυτοσχέδιες τεχνικές δημιουργούσε εύκολα την απαιτούμενη ιδιωτικότητα.
Τις πρακτικές κατάληψης ακινήτων από πρόσφυγες εξαιτίας των έκτακτων ‒ή μάλλον των χαοτικών– συνθηκών που δημιουργήθηκαν νομιμοποιούσαν εκ των υστέρων σχετικές αποφάσεις και διαταγές. Στη φάση εκείνη το ζήτημα της στέγασης των προσφύγων γενικά και των νεοφερμένων Καππαδοκών ειδικότερα αποτέλεσε σημείο τριβής και όξυνσης. Η έλλειψη στέγης και μηχανισμών κρατικής ή δημοτικής πρόνοιας και το αίσθημα της αυτοσυντήρησης οδηγούσε σε πρωτοφανείς εκδηλώσεις απελπισίας και οργής. Ενδεικτικό ήταν το σπάσιμο της θύρας του Αγίου Νικολάου από δύο άστεγους, τους Ν. & Ε. Ευταθόγλου.2 Για «αναρχικές τάσεις» που προξενούσαν θλιβερή εντύπωση αλλά ήταν δικαιολογημένες έκανε λόγο ο τοπικός Τύπος. Και ο ίδιος ο Τσαρλς Π. Χόουλαντ, πρόεδρος της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, βλέποντας γενικότερα την εξαθλίωση των προσφύγων, έγραφε με αφοπλιστικό ρεαλισμό για αυτές τις αντιδράσεις: «Ο σεβασμός στην τάξη και τους νόμους εξαφανίζεται, όταν βλέπει κανείς τη γυναίκα του και τα παιδιά του να πεθαίνουν από δυστυχία, και ο άνδρας γίνεται αναρχικός».3
Ίσως κανένας ναός δεν ταυτίστηκε τόσο με την προσφυγική εμπειρία όσο ο Άγιος Νικόλαος, το Εσκί τζαμί μέχρι τον Ιούνιο του 1924. Πώς φτάσαμε στην κατάληψή του από τη στιγμή που το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο της Ανταλλαγής (ΓΣΑ), δηλαδή η αρμόδια επιτροπή για τη στέγαση των προσφύγων, αλλά και τα εμπλεκόμενα υπουργεία αποφάσιζαν την εγκατάστασή τους σε θρησκευτικούς χώρους, σχολεία ή άλλα δημόσια κτίρια; Υπήρξε περιπλοκή. Ο μητροπολίτης Δράμας Λαυρέντιος, όταν χιλιάδες κατέκλυζαν την πόλη, συνέστησε στις εκκλησιαστικές επιτροπές των ναών Αγίου Νικολάου, Αγίων Αποστόλων, Αγίας Σοφίας, Αγίων Αναργύρων και Αγίας Τριάδος να στεγάσουν όσους περισσότερους μπορούσαν στους νάρθηκες των ναών και στα υπόστεγά τους. Προτού εκτελεστεί η εντολή αυτή, το ΓΣΑ αποφάσισε την εγκατάσταση προσφύγων σε όλα τα τουρκικά τεμένη είτε είχαν μεταβληθεί με απόφαση του Μητροπολίτη σε εκκλησίες είτε όχι.4 Η απόφαση αυτή συνοδεύτηκε από έγγραφη διαβεβαίωση προς τον Μητροπολίτη ότι δε θα θίγονταν τα ιερά σκεύη και τα έπιπλα των ναών. Άνοιξε ο ασκός του Αιόλου. Ο Μητροπολίτης αντέδρασε. Εμμένοντας στην απόφασή του για στέγαση μόνο στους νάρθηκες των ναών, ισχυρίστηκε ότι το ΓΣΑ δεν ήταν αρμόδιο για τα τεμένη που είχαν ήδη μετατραπεί σε ναούς. Εν μέσω αυτής της αντιπαράθεσης, στις 20 Οκτωβρίου έγινε μια άνευ προηγουμένου… εισβολή στον ναό εν ώρα λειτουργίας. Ο Ν. Ανδρεόγλου με μέλη του Καππαδοκικού Συλλόγου ‒τα γραφεία του οποίου βρίσκονταν στον αύλειο χώρο του ναού‒ και συνοδευόμενος από αξιωματικό της Αστυνομίας μετέβη στον Άγιο Νικόλαο και, αφού πήρε τα έπιπλα και τα ιερά σκεύη, κάρφωσε την πύλη του Ιερού και εγκατέστησε στον ναό πρόσφυγες.5 Παρά τις διαμαρτυρίες του Μητροπολίτη και κατοίκων της πόλης για την κατάληψη, οι αρμόδιες τοπικές Αρχές τηρούσαν στάση αναμονής. Το τοπίο ξεκαθάρισε όταν για τους στεγαζόμενους ‒στην πλειονότητά τους Καππαδόκες‒ στον Άγιο Νικόλαο το υπουργείο Εσωτερικών εντελλόταν να παραμείνουν εκεί μέχρι την άνοιξη του 1925.6 Νομιμοποιούσε έτσι τη χρήση του ως χώρο προσωρινής στέγασης των προσφύγων.
Το Εσκί τζαμί (προτού γίνει χριστιανικός ναός) κατέστη μήλο της έριδας προκαλώντας διχασμό. Πρώτη φορά ήταν τον Ιούνιο του 1924, όταν ο μητροπολίτης Λαυρέντιος αποφάσισε να το μετατρέψει σε εκκλησία. Είχε ζητήσει εγγράφως από τη Νομαρχία να μετατραπούν τέσσερα τεμένη (το Εσκί τζαμί και τα επί των οδών Φιλίππου-Γαληνού, Άρμεν-Φωκίωνος καθώς και το επί της οδού Κόδρου) σε χριστιανικούς ναούς λόγω του «υπερτετραπλασιασμού των χριστιανών».7 Αυξάνονταν όμως με ανησυχητικούς ρυθμούς και οι άστεγοι πρόσφυγες που κατέκλυζαν την πόλη από το 1922. Και ενώ για τη διάθεση των μουσουλμανικών ακινήτων αρμόδια ήταν ειδική επιτροπή του υπουργείου Γεωργίας, η Μητρόπολη προχώρησε «πραξικοπηματικά» στον καθαγιασμό του τεμένους Εσκί τζαμί.8 Φορείς της πόλης, επαγγελματίες, σωματεία, δημόσιοι λειτουργοί, προσφυγικοί σύλλογοι κ.ά. σε κοινές συσκέψεις αποφάσισαν να γίνει το Εσκί τζαμί θέατρο, για να αποκτήσει η πόλη μόνιμη θεατρική στέγη για τις ανάγκες του θεατρόφιλου δραμινού κοινού. Το αίτημά τους, παρά τις αρχικές θετικές απαντήσεις, δεν ικανοποιήθηκε τελικά. Υπήρξαν οργίλες αντιδράσεις από τον Τύπο αλλά και από ιδιώτες για τους χειρισμούς της Μητρόπολης. Τότε αλλά και σήμερα ακόμη τα τεμένη και άλλα οθωμανικά μνημεία, που βρίσκονται διάσπαρτα στην Ελλάδα, εξακολουθούν να τροφοδοτούν τον δημόσιο διάλογο και συχνά γίνονται αντικείμενο αντιπαραθέσεων, προβολής ιδεολογιών και άσκησης εξουσίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μετατροπή του επιβλητικότερου και κεντρικότερου τεμένους της πόλης σε χριστιανικό ναό ήταν μια επιλογή επιβεβαίωσης της εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας της Δράμας, ενταγμένη άλλωστε στη γενικότερη πολιτική της εθνικοποίησης που ξεκίνησε με την ενσωμάτωση των Νέων Χωρών μετά το 1913 και κορυφώθηκε με την εγκατάσταση των προσφύγων του 1922.
Για τον ξεριζωμό των Μικρασιατών της Καππαδοκίας και την περιπέτεια της εγκατάστασής τους στη Δράμα ακολουθεί στο επόμενο φύλλο σχετικό αφιέρωμα. Μπορείτε να το δείτε αναρτημένο στον ακόλουθο σύνδεσμο: https://xronikadramas.gr/ekato-chronia-apo-ton-xerizomo-ton-mikrasiaton-tis-kappadokias/
Τα άρθρα αναρτώνται στη συνέχεια στην https://www.pylidramas.gr/ , την ιστοσελίδα για την ιστορία και τον πολιτισμό της Δράμας.
1 Μαρτυρία Λάζαρου Σουσλόγλου, (γεν. στη Νίγδη, της περιοχής Ικονίου), στο Αθανάσιος Κανλής (επιμ.), «Μαρτυρίες», Μικρασιατική Σπίθα, 18 (2013), σ. 231-232.
2 Θάρρος, 19.10.1924.
3 Κοινωνία των Εθνών, Η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, Φιλοκτήτης και Μαρία Βεϊνόγλου (μτφρ.), Αθήνα 1997, σ. 9-10.
4 Θάρρος, 23.10. & 21.11. 1924.
5 Πρόσφυξ, «Έκτροποι σκηναί εις την Δράμαν», Η βραδυνή, 12.11.1924.
6 Θάρρος, 4.12.1924.
7 Στο ίδιο, 14.5.1924.
8 Για το ζήτημα της μετατροπής του Εσκί τζαμί σε χριστιανικό ναό βλ. Γεωργία Μπακάλη, «Ανταλλάξιμα τεμένη της Δράμας: Η διαχείριση της οθωμανικής κληρονομιάς. Η περίπτωση του Εσκί τζαμί», στην ιστοσελίδα