Του Θεόφιλου Ξανθόπουλου, Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ – Τομεάρχη Δικαιοσύνης
Εδώ και μερικές μέρες βιώνουμε μια πρωτοφανή υγειονομική κρίση, η οικονομική δραστηριότητα παύει εκ νέου, επιβάλλονται περιορισμοί στη μετακίνηση των Πολιτών. Το δεύτερο κύμα πανδημίας εγκαταστάθηκε για τα καλά στην χώρα και η περιοχή μας έχει την τιμητική της. Σε ελάχιστες μέρες από «πράσινη» έγινε «κόκκινη» ενώ τα κρούσματα αυξάνονται εκθετικά, οι νοσηλευόμενα από 75 έφτασαν τους 113, ήδη ξεπέρασαν τους 120 και οι θάνατοι άγγιξαν τους 17 την τελευταία εβδομάδα.
Στο Νοσοκομείο ουσιαστικά συμπτύχθηκαν κλινικές μέχρι την ουσιαστική κατάργησή τους, δημιουργήθηκαν 3 κλινικές αντιμετώπισης του κορωνοϊού, ακυρώθηκε το 80 % των προγραμματισμένων χειρουργείων και ουσιαστικά το ΕΣΥ συρρικνώθηκε σε σύστημα αντιμετώπισης μιας Νόσου!!!
Αν κάτι προέκυψε ως αδιαμφισβήτητο γεγονός από την εξέλιξη της πανδημίας είναι η ανάγκη ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος υγείας. Η νεοφιλελεύθερες περί υπεροχής της ιδιωτικής περίθαλψης δοξασίες κατέρρευσαν και όλοι, ακόμη και οι πιο φανατικοί υπέρμαχοι της ιδιωτικής οικονομίας, αναγνώρισαν την ανάγκη θωράκισης, ανάπτυξης & ενδυνάμωσης του δημοσίου συστήματος.
Και ενώ όλοι, κυριολεκτικά όλοι, οι ειδικοί ήδη από την έναρξη της πανδημίας στις αρχές του χρόνου ανακοίνωναν ότι το Φθινόπωρο αναμένεται το δεύτερο κύμα της πανδημίας, η Κυβέρνηση επέλεξε να τους αγνοήσει. Αυτοπαγιδεύθηκε επικαλούμενη την επιτυχία της χώρας κατά την πρώτη περίοδο και έπεσε θύμα της αυταρέσκειάς της και του επικοινωνιακού χειρισμού του θετικού αποτελέσματος. Σ’ αυτό το έδαφος αναπτύχθηκε και η ιδεολογική της επιμονή που φτάνει στα όρια της εμμονής, για το δημόσιο σύστημα υγείας. Ότι δηλ. αποτελεί μη αποδοτικό μηχανισμό, ότι η σχέση κόστους ωφέλους είναι αρνητική και ότι ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να αποδώσει καλύτερα και με λιγότερες δαπάνες.
Δυστυχώς η Κυβέρνηση έχοντας αυτές τις ιδεολογικές επιλογές και καταλήγοντας σε ανάλογες πολιτικές αποφάσεις άφησε ουσιαστικά ανοχύρωτο το ΕΣΥ. Με την έναρξη του δεύτερου κύματος πανδημίας αρκέσθηκε σε αποσπασματικές λύσεις και γι’ αυτό ατελέσφορες λύσεις, όπως προσλήψεις μη μόνιμου ιατρικού προσωπικού με ολιγόμηνες συμβάσεις. Ακόμη αντηχεί στη δημόσια σφαίρα η δήλωση του Κυβερνητικού Εκπροσώπου «αν ακούγαμε τον ΣΥΡΙΖΑ, θα είχαμε πετάξει εκατομμύρια στις ΜΕΘ». Έτσι η έξαρση της πανδημίας βρήκε την χώρα χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο αντιμετώπισής της κι αυτό προκάλεσε πανικό στην Κυβέρνηση, η οποία πλέον αντιδρά σπασμωδικά. Η εικόνα του Υπουργού Υγείας πριν μερικές μέρες στην Βουλή, όπου με τροπολογία εισηγήθηκε την πρόσληψη 300 μόνιμων ιατρών στο ΕΣΥ ήταν αποκαλυπτική. Και ταυτόχρονα δηλωτική της κατάστασης που αντιμετωπίζει το σύστημα. Έπρεπε να φτάσουμε στο όριο κατάρρευσης του συστήματος για να αποφασίσει η Κυβέρνηση να προκηρύξει μόνιμες θέσεις ιατρών…
Αλλά και στην πόλη μας ακολουθούμε την τακτική βλέποντας και κάνοντας. Αφού επί μέρες εκατοντάδες συμπολίτες μας ανέμεναν ΕΞΩ στο ύπαιθρο για να πάρουν σειρά για τα ΤΕΠ, μόλις χθες εγκαταστάθηκαν στρατιωτικές σκηνές, ώστε οι άνθρωποι να μην περιμένουν εκτεθειμένοι στα καιρικά φαινόμενα. Δημιουργήθηκαν 3 κλινικές αντιμετώπισης του ιού, όπως προανέφερα με ουσιαστική κατάργηση των υπολοίπων κλινικών, πλην όμως χωρίς το απαραίτητο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό. Μετά την δωρεά της ΠΑΥΛΙΔΗΣ Α.Ε. αυξήθηκαν κατά 5 οι κλίνες ΜΕΘ αλλά οι εντατικολόγοι παρέμειναν 4. Υπάρχει σκέψη να μεταφερθούν γενικοί ιατροί από τα περιφερειακά κέντρα υγείας του νομού, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι αυτών των περιοχών να κινδυνεύουν να στερηθούν και των βασικών υπηρεσιών υγείας. Επίσης, τα τεστ μοριακού ελέγχου που κάνει το Νοσοκομείο και εξετάζονται από εργαστήρια εκτός Νοσοκομείου, είτε δεν απαντώνται, είτε απαντώνται καθυστερημένα, με συνέπεια τυχόν ασθενείς να μεταδίδουν εν αγνοία τους. Τέλος, είναι εξαιρετικά ανησυχητικό το γεγονός ότι περί τους 40 από το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό του Νοσοκομείου είναι εκτός υπηρεσίας είτε διότι παρουσίασαν συμπτώματα, ειτε για λόγους προφύλαξης, οπότε το πρόβλημα επιδεινώνεται.
Ζούμε στιγμές οριακών αντοχών. Αντοχών κατ’ αρχάς των ιατρών, νοσηλευτών, νοσοκόμων και γενικά όλων των εργαζομένων στο Νοσοκομείο Δράμας. Οι συνθήκες εργασίας τους είναι εξαιρετικά δύσκολες και οι αντοχές τους δεν είναι ανεξάντλητες. Εξακολουθούν όμως να εργάζονται με αυταπάρνηση και αυτοθυσία, η οποία καλύπτει τις όποιες ελλείψεις, αδυναμίες και ανεπάρκειες του συστήματος. Αντοχών της ίδιας της Κοινωνίας, η οποία κουρασμένη και ανήσυχη, διαπιστώνει ότι στη μέγιστη αυτή κρίση έχει να αντιμετωπίσει την ανεπάρκεια της Κυβέρνησης και τις δραματικές παραλείψεις της και στοχοποιείται με τις κυβερνητικές θεωρίες περί ατομικής ευθύνης.
Σήμερα την ώρα της κρίσης οφείλει η Κυβέρνηση να «διαβάσει» την δραματική πραγματικότητα. Να εγκαταλείψει την αναποτελεσματική στάση της. Να αφήσει τα ημίμετρα. Να ανοίξει τον δρόμο της συναίνεσης των πολιτικών δυνάμεων. Να ενισχύσει άμεσα και γενναία το ΕΣΥ αντιλαμβανόμενη ότι αυτός είναι ο μόνος, ο άμεσος και ο αποτελεσματικότερος τρόπος άμυνας της Κοινωνίας. Ο Α. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ, αντιλαμβανόμενοι την κρισιμότητα των στιγμών πρότειναν το αυτονόητο. Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών με θέμα την πανδημία, 6μηνος προγραμματισμός ενίσχυσης του ΕΣΥ, επιλογή Υπουργού Υγείας από κοινού, αναστολή των διατάξεων του πτωχευτικού κώδικα, (τουλάχιστον οι πλειστηριασμών ανεστάλησαν), πάγωμα νομοθετικών πρωτοβουλιών με στόχο τα εργασιακά. Το αυτονόητο όμως πολλές φορές σ’ αυτήν την χώρα είναι, δυστυχώς, ζητούμενο.