Η κολπική μαρμαρυγή είναι η συχνότερη αρρυθμία, που παιδεύει τους ασθενείς και προβληματίζει τους ιατρούς. Περίπου 300.000 ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή υπάρχουν στην Ελλάδα. Ένας στους δέκα υπερήλικες έχει την αρρυθμία αυτή, έστω και εάν πολλές φορές δεν το γνωρίζει. Ακόμα και στους ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή, που δεν εμφανίζουν συμπτώματα, η αρρυθμία αυτή μπορεί να γίνει επικίνδυνη. Και αυτό, επειδή σηματοδοτεί την απουσία οργανωμένης ηλεκτρικής δραστηριότητας στους κόλπους, που συνεπάγεται την αδυναμία τους να μετέχουν στη μηχανική δράση της καρδιάς (συστολή). Το αποτέλεσμα είναι η ακανόνιστη και πολλές φορές ταχεία καρδιακή συχνότητα, που μπορεί να επιβαρύνει την καρδιά, αλλά και ο πενταπλάσιος κίνδυνος για θρομβώσεις και εγκεφαλικό επεισόδιο.
Είναι αυτονόητο, επομένως, όταν εμφανίσουμε ένα πρώτο επεισόδιο κολπικής μαρμαρυγής, να διερωτηθούμε εάν θα ξαναπάθουμε την αρρυθμία αυτή. Αυτό θα εξαρτηθεί από την ηλικία, αλλά και από την ταυτόχρονη παρουσία άλλων παθήσεων στον οργανισμό μας. Όσο πιο μεγάλης ηλικίας είμαστε τόσο πιθανότερο είναι να συνηθίσουμε να ζούμε με την αρρυθμία αυτή, έστω και αν πολύ συχνά δεν την αισθανόμαστε. Ωστόσο, δεν πρέπει να αγνοούμε τους κινδύνους που συνεπάγεται η παρουσία της, κυρίως για αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, και να λαμβάνουμε τα κατάλληλα φάρμακα. Εάν δεν είμαστε μεγάλης ηλικίας αλλά πάσχουμε από πάθηση ως υπέρταση, βαλβιδοπάθεια, καρδιακή ανεπάρκεια, στεφανιαία νόσο, σακχαρώδη διαβήτη, αποφρακτική πνευμονοπάθεια ή απλώς είμαστε παχύσαρκοι, τότε μπορεί να εμφανίζουμε ανάλογο κίνδυνο να ξαναπαρουσιαστεί η αρρυθμία. Εάν πάλι είμαστε μικρότερης ηλικίας, χωρίς όλες αυτές τις παθήσεις, αλλά κάνουμε κατάχρηση αλκοόλ, τότε πάμε γυρεύοντας…
Με ένα απλό ηλεκτροκαρδιογράφημα, ο ιατρός μπορεί να κάνει μια πρώτη εκτίμηση του κινδύνου να εμφανίσουμε κολπική μαρμαρυγή, ή και να ανιχνεύσει την παρουσία της σε υπερήλικες που δεν έχουν συμπτώματα. Από κει και πέρα για να «ερμηνεύσει» ο ιατρός τα «φτερουγίσματα» της καρδιάς μας μπορεί να χρειαστεί να μας τοποθετήσει καταγραφέα, Holter – «χόλτερ» ρυθμού, για μια ή περισσότερες ημέρες.
Η συμπεριφορά της κολπικής μαρμαρυγής μπορεί να θεωρηθεί «ύπουλη». Ξεκινά συνήθως χωρίς συμπτώματα και έχει σύντομη διάρκεια ενός ή περισσοτέρων λεπτών. Στην πορεία του χρόνου εμφανίζει συμπτώματα και γίνεται όλο και μεγαλύτερης διάρκειας, έως ότου γίνεται μια μόνιμη κατάσταση για τον οργανισμό μας. σε όλες τις φάσεις της εμφανίζει τους ίδιους κινδύνους για αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και αυτό πρέπει πάντα να προλαμβάνεται με αντιπηκτική αγωγή. Όσο νωρίτερα αντιληφθούμε την παρουσία της και λάβουμε μέτρα για να την περιορίσουμε, τόσο περισσότερο αποτελεσματικοί είμαστε. Δηλαδή χρησιμοποιούμε φάρμακα ή ειδικές επεμβατικές τεχνικές για να αποκαταστήσουμε το φυσιολογικό ρυθμό της καρδιάς, που λέγεται «φλεβοκομβικός ρυθμός» και να τον διατηρήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο.
Η αποτελεσματικότητα των αντιαρρυθμικών φαρμάκων είναι μέτρια και στοχεύει κυρίως, στη μείωση παρά στην εξαφάνιση των υποτροπών. Είναι λογικό να δοκιμάζονται περισσότερα από ένα αντιαρρυθμικά φάρμακα εν σειρά, ενώ πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η ασφάλεια, αφού τα φάρμακα αυτά μπορεί να προκαλέσουν και τα ίδια αρρυθμίες ή ακόμη και βλάβες σε όργανα εκτός της καρδιάς. Βασικός σκοπός των αντιαρρυθμικών φαρμάκων είναι να διατηρήσουν το φυσιολογικό («φλεβοκομβικό») ρυθμό της καρδιάς, για όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα γίνεται, ιδιαίτερα σε ασθενείς που εμφανίζουν επεισόδια κολπικής μαρμαρυγής που συνοδεύονται από συμπτώματα.
Από την άλλη πλευρά, η επεμβατική αντιμετώπιση της κολπικής μαρμαρυγής, που έχει αρχίσει να εφαρμόζεται μόλις τις τελευταίες δύο δεκαετίες, στοχεύει συχνά στην εξάλειψη της αρρυθμίας. Τα έως τώρα αποτελέσματα κλινικών μελετών δείχνουν ότι η κατάλυση της κολπικής μαρμαρυγής είναι πιο αποτελεσματική στην μακροχρόνια διατήρηση του φλεβοκομβικού ρυθμού, σε σχέση με τα αντιαρρυθμικά φάρμακα, αν και δεν υπάρχουν στοιχεία μακροπρόθεσμης παρακολούθησης. Πρωταρχικός στόχος στην κατάλυση της κολπικής μαρμαρυγής είναι να δημιουργηθεί ένας φραγμός στην έξοδο των ηλεκτρικών ερεθισμάτων από τις πνευμονικές φλέβες («ηλεκτρική απομόνωση των πνευμονικών φλεβών»), που πυροδοτούν την έναρξη της αρρυθμίας. Η τεχνική της κατάλυσης μπορεί να βασίζεται στη «θέρμανση» ή την «ψύξη» των αντίστοιχων θέσεων στις πνευμονικές φλέβες, με ισοδύναμη πιθανότητα επιτυχίας. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος εμφάνισης της αρρυθμίας, η χρονιότητα της αρρυθμίας, η παρουσία και η σοβαρότητα των καρδιαγγειακών νοσημάτων και το μέγεθος του αριστερού κόλπου.
Ο φυσιολογικός («φλεβοκομβικός») ρυθμός της καρδιάς μας είναι ασφαλώς «θείο δώρο» κατά τη γέννηση του οργανισμού μας, αλλά με αβέβαιη παρουσία μετά το πρώτο ήμισυ του βίου μας.