Του Τίμου Παπαδόπουλου
Σωστά το είπε ο Δένδιας ότι, εάν υποκύψεις στον ζήτουλα σήμερα, αύριο θα ζητάει περισσότερα.
Τι κάνουμε λοιπόν με την Τουρκία; Τι προτείνει η αριστερά και η αντιπολίτευση;
Απέραντη λογοδιάρροια και προσωπικές επιθέσεις στον Μητσοτάκη. Η καλύτερη απόδειξη της αδυναμίας και φανερή έλλειψη πολιτικής πρότασης.
Τον Ιανουάριο του 1987 μεσάνυχτα στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης βολτάρανε αλα μπρατσέτα ο Γρηγόρης Φαράκος με τον Μιχάλη Σπυριδάκη. Με τον Μιχάλη σαν φοιτητές ήμασταν συγκάτοικοι μέχρι 21 Απριλίου 1967. Ύστερα χαθήκαμε. Με σύστησε στον Φαράκο και αυτός με ρώτησε «τι νέα από την Πόλη;». Μόλις έφτασα οδικώς από την Κωσταντινούπολη και έτρεξα να προφτάσω το αεροπλάνο για την Αθήνα. Του είπα αυτό που με εντυπωσίασε. Μέχρι τα σύνορα ο δρόμος ήταν γεμάτος στρατόπεδα. Και αυτός μου είπε «και τι θέλετε δηλαδή να κάνουμε πόλεμο;». Τους είπα «άντε γειά» και απομακρύνθηκα. Το ειρωνικό του σχόλιο μου έδωσε την ευκαιρία να απομακρυνθώ από το ήδη ανθυγιεινό περιβάλλον. Καθαρή παρεξήγηση. Τότε όμως έτσι το ένοιωθα. Μετάνιωσα την ίδια στιγμή. Έπρεπε να μείνω γιατί θα ήταν η καλύτερη συζήτηση στην καρδιά του προβλήματος.
Δεν υπάρχουν και πολλές επιλογές. Το θέμα ήταν και παραμένει η ειρήνη. Ειρήνη με σταθερά θεμέλια και καλές σχέσεις με τον γείτονα. Ειρήνη που θα βασίζεται στην διεθνή νομιμότητα.
Σήμερα το αίτημα παραμένει το ίδιο. Τι ζητάμε λοιπόν περισσότερα από αυτά που έχουμε πετύχει στην πρόσφατη ευρωπαϊκή σύνοδο; H κυβέρνηση και ιδιαίτερα ο Δένδιας με μία επιτυχημένη εξωτερική πολιτική, έβγαλαν την χώρα από την απομόνωση και την πολύχρονη ανυποληψία. Δημιούργησε η χώρα μας ένα σοβαρό πλέγμα συμμαχιών και διεθνών σχέσεων.
Μήπως από αδυναμία δεν μας επιτίθεται η Τουρκία ή μήπως επειδή είναι μία φιλειρηνική χώρα; Τίποτε φυσικά. Το βαρύ χέρι της Ευρώπης είναι η καλύτερη και η μεγαλύτερη προστασία μας.
Η Τουρκία είναι και θα παραμείνει γείτονας και η μόνη λογική και συμφέρουσα λύση και για τους δυο, είναι η ειρηνική συμβίωση. Από εδώ όμως ξεκινάει το πρόβλημα και για εμάς και για αυτούς. Προϋπόθεση για την ειρηνική συνύπαρξη είναι ο διάλογος και φυσικά με ισότιμους συνομιλητές. Και τέλος η παρέμβαση του διεθνούς νομικού παράγοντα με την εφαρμογή των συνθηκών που ισχύουν. Συνεπώς η απόφαση της Ευρωπαϊκής συνόδου είναι απολύτως σωστή και μέσα στα πλαίσια της αυστηρής επιδίωξης του διαλόγου. Είναι λογικό και απολύτως ορθό να δοθεί χρόνος στην Τουρκία. Και εάν αυτή η απόφαση φαίνεται ως συμβιβασμός οικονομικών συμφερόντων για μερικά κράτη της Ευρώπης, για εμάς είναι δύο φορές περισσότερο συμφέρουσα. Στο κάτω-κάτω η Ευρώπη δεν είναι ούτε πατρίδα, ούτε εθνικός χώρος και φυσικά ούτε και «πατερούλης» δικός μας μόνο. Γιατί εάν περιμέναμε να έρθει η Τουρκία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων γονατισμένη από τα μέτρα, θα ήταν προσχηματική και καθόλου ειλικρινής διαπραγμάτευση.
Τα μέτρα που σύμπασα η αντιπολίτευση ζητούσε, αυτομάτως θέτουν τα δύο μέρη σε απόσταση και απομάκρυνση. Τώρα που όλη η κοινή γνώμη της Ευρώπης είναι μαζί μας εξ αιτίας της Τουρκικής πολιτικής, είναι ευκαιρία για μια λύση έντιμη και έναν συμβιβασμό που θα βλέπει την Ελλάδα και την Κύπρο σε ασφάλεια με την Τουρκία. Και αυτό διασφαλίζεται με την Τουρκία κοντά στην Ευρώπη και γιατί όχι, μέσα σε αυτήν. Η απομάκρυνση της είναι ότι χειρότερο για την Ελλάδα.
Σήμερα φαίνεται μακριά αυτή η προοπτική, αλλά είναι η μόνη ειρηνική προοπτική. Στην Τουρκία υπάρχουν δυνάμεις φιλοευρωπαϊκές και πρέπει να τις συναντήσουμε. Υπάρχουν και προοδευτικές εκσυγχρονιστικές δυνάμεις, που θα κινητοποιηθούν όταν προκύψουν οι κατάλληλες συνθήκες. Σήμερα επιπλέουν οι τυφλές φανατισμένες φωνές και συνομιλούν με τις αντίστοιχες στη χώρα μας και την Ευρώπη. Ο Ερντογάν έκανε πολύ κακή δουλειά και θα χρειαστούν χρόνια και κόπος να επανέλθει η κοινωνία σε λογική ισορροπία. Είναι όμως μονόδρομος.
Αλλά όπως στην Τουρκία, το ίδιο περίπου πολωμένο κλίμα υπάρχει και στην Ελλάδα. Εδώ όλα πάνε σε λάθος κατεύθυνση.
Ακόμη και ο Πρωθυπουργός ένοιωσε ένοχος γιατί δεν πήρε η Ευρώπη σκληρά μέτρα κατά της Τουρκίας. Ένοχος που δεν τα κατάφερε, και απολογείται απέναντι σε μια αντιπολίτευση που φλυαρεί με κενά λόγια χωρίς πολιτική. Και δεν αναφέρομαι στον Βαρουφάκη και τον Βελόπουλο, που είναι περαστικοί από τη Βουλή και θα εξαφανιστούν με το πρώτο αεράκι λογικής που θα φυσήξει στην χώρα μας. Ούτε φυσικά και στο ΚΚΕ που είναι χρόνια τώρα μακριά από την πραγματικότητα και συνομιλεί μόνο με τον εαυτό του στον καθρέφτη. Ούτε και με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ που έδειξαν αδυναμία να τεκμηριώσουν αντιπολιτευτικό λόγο και πέρασαν σε προσωπικές επιθέσεις και χαρακτηρισμούς στον Μητσοτάκη. Αυτό είναι το κακό.
Αυτό το κενό πολιτικής είναι κακό αλλά εάν συνεχίσει για πολύ, στα εθνικά θέματα κάποτε γίνεται και επικίνδυνο.