Την Παρασκευή 14η Ιουνίου 2019 τα Δημοτικά Σχολεία της στοιχειώδους μάθησης – της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης λέμε σήμερα-, Πανελλήνια έκλεισαν. Έκλεισαν για τις καλοκαιρινές διακοπές κι όχι βέβαια οριστικά, αλλά περιστασιακά. Όπως και αν έχει, προκαλεί το ρήμα κλείνω στο χρόνο αόριστο του ρήματος, την ανάλογη πικρία του κλεισίματος του σχολείου, με μεγάλη δόση αποκαρδίωσης. Κι αυτό γιατί, για τον κάθε άνθρωπο το σχολείο του (που έχει στο νου του) και μάλιστα αυτό του Δημοτικού εκείνων των χρόνων, δεν έκλεισε και δεν θα κλείσει ποτέ. Πάντα στο νου μας, οι μειζέτεροι από μας για παράδειγμα (οι μείζονες έτεροι της κοινωνίας) στην καρδιά μας και στη σκέψη μας, μέσα στο νου μας το σχολείο μας θα λειτουργεί. Ίσως εικονικά και πλαστά, σαν μια ανεπιθύμητη απατηλή εικόνα που γεννιέται όσες φορές η πραγματικότητα συνταράσσει το θυμικό. Επομένως το σχολείο, όποιο κι αν είναι (μικρό ή μεγάλο – στο χωριό ή στην πόλη) φωλιάζει μέσα τον καθένα μας. Κάποιες φορές ή σε απρόσμενα χρονικά διαστήματα ή από πρόκληση – πρόσκληση της επικαιρότητας οι μνήμες μας, όχι μόνο ξυπνούν στα κατάβαθα του είναι μας, αλλά «ζωντανεύουν τις κρυμμένες εμπειρίες μας, όμοιες με τις γλυκύτερες των γεύσεων.
Με αυτό στο σκεπτικό ο ποιητής που συνέθεσε τους παρακάτω στίχους, πριν τον παρασύρει ο ποιητικός του οίστρος, επιχειρεί να προσθέσει την καλοπροαίρετη πρόθεσή του στην πράξη της γραφής του, αυτή τη φορά. Πρακτικά, επιτήδεια και εύληπτα θέλησε να βρει τον τρόπο, ώστε να μην αγγίζει πληγές πάνω στη γέννησή τους. Γνωρίζει καλά ο στιχουργός, πως το κάθε παιδί που αποχαιρετά το Δάσκαλό του, μαζί και ταυτόχρονα αποχωρίζεται από τους συμμαθητές του, από αυτά τα ίδια τα μαθήματα, από τους συμπαίκτες του στα διαλλείματα, από τον Διευθυντή του σχολείου του, (αυτόν τον αεικίνητο επιτηρητή των πάντων), στο στόμα του οποίου φύτρωσε ένα ΜΗ με κεφαλαία γράμματα, έχει κιόλας συμπράξει με τον πόνο, ως τον ανεπιθύμητο συγκάτοικο. Σιωπηρά και αφανέρωτα νιώθει τη συναισθηματική φόρτιση των μαθητών του Δημοτικού σχολείου και παίζοντας με τις λέξεις, στιχουργεί:
«Το σχολειό θα κλείσει τώρα σε λιγάκι
κι ώ χαρά μου θα ’μαι λεύτερο πουλάκι.
Δίκιο πια να ξαποστάσουν μια σταλιά
τα παιδάκια π’ αγάπησαν τη δουλειά.»
Οι παραπάνω στίχοι εμπράγματοι και μελοποιημένοι τραγουδιόνταν παλαιότερα στα χρόνια μας ως παιδιά με ζωηρές φωνές, πολλές φορές με ρυθμικά κτυπήματα πάνω στο θρανίο. Ήταν στα σίγουρα μια αντίδραση, ένα ξέσπασμα, ξόδιασμα της γνωστής κινητικότητας των παιδιών, της μεγάλης ενεργητικότητας που δεν τα διακρίνει μόνο, μόνιμα και τα δραστηριοποιεί. Κι όλα αυτά μπροστά στο Δάσκαλο, που αυτήν την τελευταία ημέρα την λήξης του ετήσιου μαθησιακού κύκλου ήταν αγνώριστος. Διαφορετικός του καθημερινού. Ήταν, θα λέγαμε περισσευούμενα καλοδιάθετος και φανερά πρόσχαρος. Χαμογελαστός και συμμέτοχος στο τραγούδι, άφηνε τις βεβαιώσεις του, ως σήμα κατατεθέν της αποδοχής του κλίματος της ιλαρότητας και συμμερίζονταν κομμάτι από τη συγκίνηση που διακατείχε εμάς τα σχολιαρόπαιδα.
Φαίνεται πως η γενική εικόνα του, με τα δάκρυα του να παραμονεύουν στις κόχες των ματιών του, με τους βλεννογόνους αδένες να κάνουν αισθητή της παρουσία της ροής τους, δεν μας ήταν αρεστή. Δε θέλαμε να δούμε τα περισσότερα. Το Δάσκαλό μας έξω από το «κλίμα» του. Ευτυχώς που στην τάξη μας υπήρχε και η Παρέσα. Είχε από τη φύση της τον τρόπο της. Με τον αυθόρμητο λόγο της και από μια περίεργη έμφυτη παρρησία που τη χρησιμοποιούσε επικαλύπτοντας την ντροπή, την παρεξήγηση, την αγένεια, έφερνε σε πέρας, ότι μας ευχαριστούσε. Εκείνη την ημέρα έτσι απρόσμενα και με σύντομη διατύπωση, πρότεινε να πούμε κι άλλο ένα τραγούδι. Πριν αποσώσει την πρότασή της και μόλις αντιληφθήκαμε την κατάφαση του δασκάλου μας στο κούνημα του κεφαλιού του, αρχίσαμε το τραγούδι συνταιριασμένο με την επικαιρότητα.
Πάν’ οι εξετάσεις,
πέρασαν ώ τι καλά,
τώρα διασκεδάσεις,
τραγούδια ζωηρά.
Τσάντες, πένες και χαρτιά
με χαρά σας χαιρετώ,
δίχως λύπη στην καρδιά,
θα σας χωριστώ.
Μα θα ανταμωθούμε
το Σεπτέμβριο ξανά,
δε θα χωρισθούμε,
για παντοτινά.
στου σχολειού μας την αυλή,
με αγάπη περισσή
θα στρωθούμε απ’ την αρχή
πάλι στη δουλειά.
Αμέσως με την έναρξη του τραγουδιού βρεθήκαμε όλοι μαζί όρθιοι. Οι φωνές μας έφθαναν ως το ψηλό ταβάνι της αίθουσας και τράνταζαν τα τζάμια στα παράθυρα. Τα ποδοβολητά μας που κρατούσαν το ρυθμό του μαρς, εξανάγκαζαν το ξύλινο πάτωμα να συμμετέχει με διακριτικό τέμπο στην εκτέλεση της αρμονίας. Ο Δάσκαλός μας απολάμβανε την επίδοσή μας στο τραγούδι με τις ανάλογες και εύρυθμες κινήσεις μας. Ούτε πρόβες ημερών θα μπορούσαν να πετύχουν τόσο πετυχημένο συντονισμό. Το κουδούνι πριν σκάσει από τη ζήλια του που μας πήρε χαμπάρι, βιάστηκε να διαλαλήσει την έξοδό μας από την αίθουσα διδασκαλίας.
Ακόμη και σήμερα βλέπω την κάθοδο εκείνης της τελευταίας ημέρας στην αυλή του Σχολείου μας. Κι ενώ η δυσθυμία μας μάς κατείχε, μόλις πατήσαμε το χώμα της αυλής όλα ξανά γύρισαν με επαναληπτικές, ρουτινιάρικες κινήσεις στα καθιερωμένα και αξεπέραστα. Χωρισθήκαμε τα κορίτσια από τα αγόρια κι όσο εκείνοι καταπιάστηκαν να φωνάζουν με ουρανομήκη ξεφωνητά, «Δόξα, Δόξα Δράμας», εμείς τα κορίτσια σχηματίσαμε δυο κύκλους για το παιχνίδι μας. Μελικίδικα το λέγαμε, άγνωστο γιατί.
Φώναζε η μία ομάδα: Τα μέντα, μέντα.
Και η άλλη απαντούσε: Τα μελικίδικα.
– Να μου τα στείλεις
– Με ποιόνα
– Με το Δάσκαλό μας.
Κι εκείνος που το άκουσε βγήκε στο παράθυρο και μας είπε:
– Μόλις τελειώσετε να ανεβείτε επάνω όλοι σας για να σας επιδώσω τα ενδεικτικά σας. Κάνετε γρήγορα, γιατί έχω να γράψω πολλά αιτήματα στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων.
«Πάνε οι εξετάσεις, πέρασαν ώ τι καλά!».
Για όλους εμάς.
Πλην από … Εκείνον, τον τότε Δάσκαλο
Το σχολειό θα κλείσει τώρα σε λιγάκι… Τελευταία μέρα στο Δημοτικό Σχολείο!
Της Νόρας Κωνσταντινίδου