Του Τίμου Παπαδόπουλου
Πρωτάκουστα το όνομα του από τον Σεκέρη, μαθητής Γυμνασίου στην Δράμα. Ύστερα μου έφερε να διαβάσω τα ποιήματα του, μαζί με άλλα βιβλία του Άγγελου Τερζάκη, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και την «κάθοδο των εννέα» του Θανάση Βαλτινού από το περιοδικό Εποχές. Ο Σεκέρης μου άνοιξε τα μάτια. Μετά από χρόνια έγινε και κουμπάρος μου. Με πάντρεψε με την Καίτη.
Τότε ήταν που αρχίσαμε και να ψαχνόμαστε με την αριστερά. Τότε εισέπραξα και την πρώτη κρυάδα. Ο Σεφέρης ενώ με μάγεψε, η αριστερά τον απαξίωνε. Μέχρι που ήρθε ο Μίκης Θεοδωράκης και απενοχοποίησε όλους εμάς που νιώθαμε περήφανοι σε κάθε νόημα των στίχων του Σεφέρη.
Ο Σεφέρης για μένα ήταν ο μύστης. Αυτός που φώτιζε τις κρυφές σκέψεις και τις μεγάλες αγωνίες.
Το 1971 ήμουν στην Αθήνα περίπου ένα χρόνο και μόλις άρχιζα να βρίσκω επαγγελματικά τον δρόμο μου. Τον πολιτικό τον είχα βρει αμέσως, με τις παράνομες επαφές στην αντίσταση κατά της χούντας. Παρέα μου ήταν τα παιδιά του «ελεύθερου θεάτρου» που εκείνη την περίοδο ετοίμαζαν το έργο «Η ιστορία του Αλή Ρέτζο». Ένα έργο γεμάτο από αντιχουντικές μπηχτές και υπονοούμενα. Τους γνώρισα από τους Δραμινούς φίλους μου και ηθοποιούς Δημήτρη Καμπερίδη και τον Γιώργο Κοτανίδη. Πριν ολοκληρώσουν την πρόβα, έπεσε το σύνθημα «πάμε στην κηδεία του Σεφέρη». Ήταν απόγευμα 22 Σεπτεμβρίου 1971. Από τις 20 ο Σεφέρης ήταν σε λαϊκό προσκύνημα στην εκκλησία της οδού Κυδαθηναίων στην Πλάκα. Από εκεί θα ξεκινούσε η πομπή της κηδείας και όλα έδειχναν ότι θα ήταν μία αντιδικτατορική εκδήλωση. Το είχε και ο ίδιος προετοιμάσει. Ήταν 28 Μαρτίου του 1969 όταν ο Σεφέρης έστειλε το μήνυμα στο εξωτερικό με την αγωνία του για την χώρα. Προέβλεπε την «αναπότρεπτη τραγωδία», αυτήν που ήρθε το 1974 με την απώλεια της μισής Κύπρου. «Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό που μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή». Αυτό ήταν αρκετό. Ήταν παγκόσμια γνωστός με το έργο του και το Νόμπελ λογοτεχνίας που πήρε το 1963. Τσάκισε την χούντα που μασκαρεμένη προσπαθούσε να χτίσει φιλίες στο εξωτερικό.
Στην Πλάκα στην εκκλησία της οδού Κυδαθηναίων άρχισε να μαζεύεται ο κόσμος και να έρχονται στεφάνια. Ακούστηκε στην αρχή ένα μουδιασμένο χειροκρότημα, όταν ένα τρίκυκλο έφερε ένα στεφάνι από τους πολιτικούς κρατούμενους των φυλακών Αβέρωφ. Ύστερα ένα άλλο στεφάνι από άλλες φυλακές και περισσότερα χειροκροτήματα. Ξεμούδιασε ο κόσμος και φάνηκε από νωρίς ότι σήμερα η κηδεία είναι κραυγή και όχι μόνο απλή φωνή κατά της δικτατορίας. Πράγματι, αυτό φάνηκε όταν έφτασε το στεφάνι από την Μελίνα Μερκούρη, που ήταν στο εξωτερικό με στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας από το δικτατορικό καθεστώς. Όταν όμως έφτασε το στεφάνι από τον Μίκη Θεοδωράκη, που ήταν και αυτός στο εξωτερικό, τότε ακούστηκε μία θύελλα από χειροκροτήματα. Τότε καταλάβαμε πως δεν είμαστε και λίγοι. Και αυτό μας έδωσε κουράγιο.
Αρχίσαμε να σιγοψιθυρίζουμε «στο περιγιάλι το κρυφό» και μόλις η πομπή έφθασε στην πύλη του Αδριανού έπεσε και το πρώτο σύνθημα. Πρώτα ένας φώναξε δυνατά ελευθερία και ύστερα όλοι μαζί το επαναλάβαμε. Αυτό ήταν. Κάποιοι νέοι στο τέλος της μεγάλης πομπής έπιασαν το τραγούδι «πότε θα κάνει ξαστεριά». Και πάλι «στο περιγιάλι το κρυφό» αλλά πιο δυνατά και με πολύ νόημα τον στίχο που λέει, «πήραμε την ζωή μας λάθος και αλλάξαμε ζωή». Αυτό ήταν λυτρωτικό για τους παλαιότερους ίσως και λίγο για την δική μου γενιά, αλλά σήμερα στην πομπή οι περισσότεροι είναι νέοι. Φοιτητές, μαθητές και γύρω από το φέρετρο ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Στρατής Τσίρκας και άλλοι γνωστοί και επώνυμοι ποιητές, ηθοποιοί και συγγραφείς. Εγώ ήμουν μαζί με τον Αλέκο Φλαμπουράρη και τον ηθοποιό Χρήστο Καλαβρούζο, που με την βαριά του φωνή επαναλάμβανε τα συνθήματα και ήταν σαν να φώναζαν πέντε μαζί. Τώρα όμως η πομπή είναι περικυκλωμένη από γνωστούς και άγνωστους χαφιέδες, που προκλητικά μας φωτογραφίζουν.
Η πομπή συνεχώς και μεγάλωνε από τον κόσμο που περίμενε στα πεζοδρόμια. Τώρα τα τραγούδια μπερδεύονταν με τα πολιτικά συνθήματα. Ελευθερία, Δημοκρατία, Αθάνατος και «πότε θα κάνει ξαστεριά».
Μόλις φτάσαμε στο Γ΄ Νεκροταφείο στην είσοδο υπήρχε ένας κλοιός από αστυνομικούς και ασφαλίτες. Μας προπηλάκιζαν και μας τρομοκρατούσαν με διάφορες απειλές όσο περνούσαμε ένας ένας μέσα από ένα στενό διάδρομο που δημιούργησαν. Όταν φτάσαμε στον κλοιό, ο γνωστός βασανιστής Καραπαναγιώτης είπε «Ξεχαρμανιάσατε πάλι, να δούμε πότε θα πεθάνει και κανένας άλλος για να μας τα πείτε». Ήμασταν πια γνωστοί και μας ήξεραν καλά.
Στο νεκροταφείο επικρατούσε απόλυτη σιγή. Σταμάτησαν τα συνθήματα και τα τραγούδια του Μίκη και ακούγονταν καθαρά οι αποχαιρετιστήριες ομιλίες πάνω στον ανοιχτό τάφο του ποιητή. Κάποιο νέο παιδί είπε λίγα λόγια πριν τον θάψουν. Κράτησα μόνο τα τελευταία. « Σ ευχαριστούμε για όλα όσα μας έδωσες με το έργο σου και το ζωντανό σου παράδειγμα. Σ ευχαριστούμε ακόμα γιατί αύριο θα μπορούμε να λέμε στα δικά μας παιδιά, ήμασταν κοντά στον Σεφέρη όταν έφυγε. Χαίρε αγαπημένε δάσκαλε και φίλε».
Όσοι βρέθηκαν στην κηδεία του Σεφέρη, θα είναι μια σπουδαία στιγμή στην ζωή τους.