Ανιστορώντας τα παλαιά: Λαμπριάτικες προετοιμασίες

0
214

Της Νόρας Κωνσταντινίδου


 

 

 

 

Ο απλός λαός ονοματίζει το Πάσχα, Πασχαλιά και όχι λίγες φορές, Λαμπρή. Με αυτή την καθοριστικά λαμπιρίζουσα λέξη στο μυαλό, οι νοικοκυρές συναγωνίζονται πασχαλιάτικα στην «καθαριότητα». Προσπαθούν όλα γύρω τους στο σπίτι στο περιβάλλον στην εκκλησία της ενορίας τους, ακόμη και ως τα κατάβαθα της ψυχής τους να είναι λαμπρά, λαμπερά, λαμπιρίζοντα, λαμπριάτικα!
Με την έναρξη της Μεγάλης Σαρακοστής αρχίζουν οι προετοιμασίες οι εσωτερικές της ψυχής και οι πνευματικές. Όπως. Νηστεία και προσευχή. Εκκλησιασμός κι εξομολόγηση. Σκόπιμες δηλαδή επιλογές που οδηγούν στη Μεγάλη Εβδομάδα κι ακολούθως στην Ανάσταση του Εσταυρωμένου. Ο αναμενόμενος ψαλμός «λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής», αρμόζει να έχει συνταιριάσματα. Για το λόγο αυτό πέρα από την προετοιμασία ψυχής και σώματος, ο περιβάλλον χώρος έχει κι αυτός το μερίδιό του στην καθαριότητα. Πρόκειται για άγραφους νόμους, όπως εφαρμόζονται ως επιταγές της παράδοσης που είναι απαράβατες και δεν αφήνουν περιθώρια στις αναστολές ή στην ολιγωρία. Οι περισσότερες από τις νοικοκυρές γνωρίζουν πως ανάμεσα στο εσωτερικό της ψυχής λαμπερό και στο παστρικό του περίγυρου υπάρχει σύνδεση.
Από περίσσια προθυμία παίρνουν τη βούρτσα στα χέρια και χωρίς ίχνος βαριεστιμάρας «παίζουν» με το λουλακιασμένο ασβέστη, καλοδιάθετα. Τον υποχρεώνουν ν’ αναρριχηθεί πάνω στους τοίχους, στο μέσα και έξω των σπιτιών, να «σκαρφαλώσει» στους κορμούς των δέντρων, στα πεζούλια της αυλής, να «ξαπλώσει» πάνω στα λιθάρια που περιτριγυρίζουν τα παρτέρια του κήπου, να τον «απλώσουν» στα κράσπεδα των δρόμων και στο τέλος το περίσευμα το υποχρέωναν να γλύψει τους λαδοτενεκέδες με τους πανσέδες, τις βιολέτες, τις αζαλέες, τους βασιλικούς και τις μαντζουράνες στο περιεχόμενό τους. Πάνω στην ώρα της χαράς καθώς το φτάσιμο του τέλους ήταν κοντά, και στην ανακούφιση από την απαλλαγή του κοψομεσιάσματος, εμφανίζονταν ο ήλιος. Σαν ειδικός απεσταλμένος, από κάποια άνωθεν εντολή, έβγαινε πίσω από τα σύννεφα για να κάνει επιθεώρηση. Πάσχιζε με τις φωτεινές ακτίνες του να βγάλει στο φανερό τα στραβοβουρτσίσματα, κι αν όχι τότε μεγαλόκαρδα έλεγε «μπράβο» με τον τρόπο του ή μοίραζε επαίνους και να δεχτεί χαμόγελα χαράς και ευαρέσκειας. Όλα, καθώς τού πρέπει Εκείνου, ήταν στο τέλειο. Γι’ αυτό και ο ήλιος, -ως ο βασιλιάς της ημέρας- διάλεγε το πιο λαμπερά – λαμπρό, άσπρο να το φωτίσει. Ευχαριστημένος έτσι αποφάσιζε να πιάσει κουβέντα με τα άσπρα σύννεφα στα χαμηλά και στο βάθος του ορίζοντα, που είχαν τάμα, να στήσουν πια το σκηνικό της χαρμολύπης.
Η εκκλησία του χωριού δεν έμενε αδρανής. Τέντωνε τον ψηλό λαιμό στο καμπαναριό, για να φθάσει στο διάσελο του ουρανού, να αφουγκραστεί τα μηνύματα των ημερών, για να προσθέσει με τη σειρά της το δικό της θρηνολάλημα στο διαλάλημα της μυστηριακής μέθεξης, που προηγείται της Ανάστασης.
Τη Mεγάλη της χριστιανοσύνης Εβδομάδα, το σκηνικό της προετοιμασίας αλλάζει. Το ολωσδιόλου διαφορετικό πλανιέται τώρα στην ατμόσφαιρα των ιερών ναών. Στις θαμπερά φωτισμένες εκκλησίες από αναμμένα κεριά από κερήθρα μέλισσας, το φως τρεμουλιαστό διώχνει το σκοτάδι. Οι κανδήλες που καίνε λαδάκι στο φυτίλι διαχέουν τις φωτοσκιάσεις τους, και ο ταπεινός ιερές προσηλωμένος στο τυπικό των καθηκόντων του, τελετουργεί. Μαζί του οι ιεροψάλτες ιερουργούν ιδιότυπα. Όχι ακριβώς πένθιμα ή πονετικά, ούτε γλυκερά και διάφορα, αλλά ευλαβικά και ανακουφιστικά. Την ίδια στιγμή, ίσως κι αθέλητα σπρώχνουν τους δείκτες στα ρολόγια με μελωδικούς ύμνους. Διέρχονται από το εξομολογητήριο και ξεπερνούν τις ώρες, το χρόνο, τις ημέρες με ήχους ευλάβειας. Επιθυμούν να δώσουν το καλό παράδειγμα για να φτάσουν όλοι μαζί γρηγορότερα με ψαλμούς και δέησες στο Χριστός Ανέστη.
Οι μανάδες των μικρών παιδιών συμφωνούν, αλλά και αγωνιούν. Διότι κοντεύει να τελειώσει η μαρμελάδα από κεράσια, το ρετσέλι από φράουλες, το παστέλι από μούρα και το κυδωνόπαστο που είχαν με τα χεράκια τους φτιάσει, (σε προσδιορισμένο χρόνο, ειδικά για τις ημέρες των Παθών). Τα παιδιά δεν αντέχουν στη πολυήμερη νηστεία, και δε χορταίνουν εύκολα με νερωμένες φέτες ψωμιού, πασπαλισμένες με ζάχαρη. Ο μπακάλης δε δίνει ευχαρίστως το χαλβά, το ταχίνι και τη θρεψίνη βερεσέ, που πρόκειται να ξεχρεωθεί στο πούλημα των καπνών. Αλλά, και σαν να μην έφθανε το ξόδεμα των τροφίμων για τη νηστεία από το κελάρι του σπιτιού, με την πείνα στο κόκκινο, έμπαιναν στη μέση και οι μυρωδιές που ξεσήκωναν την όρεξη. Ήταν σαν να πάσχιζαν, να εκβιάσουν την αντίσταση των πιστών στους πειρασμούς και ταυτόχρονα να δαμάσουν τις επιθυμίες, παράλληλες με τις από αιώνων επιταγές: «ο εγκρατής κύριος εαυτού εισί». Γαργαλούσαν με τη μυρωδιά τους την όρεξη, τα λαγήνια (πήλινα δοχεία) με τους φυλαγμένους καβουρμάδες, το χοιρινό λίπος και τα χοιρομέρια τα καπνιστά στ’ άχυρα, που πρόσφατα ξεσήκωσαν από της καταπακτής την κρύπτη. Τα έβγαζαν εξεπίτηδες απ’ το χώρο διατήρησης (ανύπαρκτα διότι τα ψυγεία) και τ’ αράδιαζαν στο λιακωτό, προκειμένου να χορτάσουν ήλιο και να απαλλαγούν από τη μυρωδιά της κλεισούρας. Εκεί, τα προ ψημένα κρέατα με το σκόρδο και τα λογιών – λογιών μυρωδικά, σε αντάλλαγμα των περιποιήσεών τους, απέπνεαν οσμές γαργαλιστικές στις επιθυμίες και ξεσήκωναν την όρεξη.
Σαν αντίδοτο στη μέθεξη από τις μυρουδιές προέτασσαν την απασχόληση. Έτρεχαν μικροί μεγάλοι στο λαχανόκηπο να ποτίσουν τα μαρουλάκια, να δροσίσουν το μαϊντανό, το δυόσμο, τον άνηθο. Ύστερα με τον ίδιο ενθουσιασμό να αραιώσουν τα κρεμμυδάκια, τα ραπανάκια, τα σπανάκια και όλα όσα από τα κηπευτικά θα στόλιζαν το πασχαλινό τραπέζι ή θα ενίσχυαν τη νοστιμιά της μαγειρίτσας. «Θα καλέσουμε και το Νικήτα» το όμορφο παλικάρι της γειτονιάς, σκέπτεται η «μεγαλοκόρη» («μόλις δέκα οκτώ χρόνων») της οικογένειας και πιάνει το τραγούδι, για να μην ακουστεί το σκίρτημα της καρδιάς της! Ο παππούς που την ακούει, σκαρφαλωμένος για το κορφολόγημα στα ασουλούπωτα νέα κλαράκια με τις παραφυάδες στο από παλούκια «κρεβάτι» της κληματαριάς, ανοίγει υπαινικτικά το ψαλίδι: «Α’, όλα κι όλα, θα κόφτω τη γλώσσας» λέει με νοήματα. «Γίνεται να τραγουδάς σεβταλίδικα και μάλιστα Μεγαλοβδομαδιάτικα;»
Η γιαγιά, θυμάται τα δικά της, και κρυφογελά. Ωστόσο, επιτήδεια περνά χαμηλόφωνα στα εκκλησιαστικά. Σώζει την κατάσταση ψιθυρίζοντας το «Νυμφώνα σου βλέπω». Ύστερα ψέλνει υμνωδίες των βυζαντινών υμνογράφων κι όσοι παραβρίσκονται την ακολουθούν, με κρυφή την απορία. Πώς γίνεται, να ξέρει τόσα πολλά;
Το δειλινό πριν πάνε οικογενειακώς στη εκκλησία, κάθονται γύρω από το χαμηλό σοφρά για να καθαρίσουν τα καρύδια, να ασπρίσουν τ’ αμύγδαλα, να αποφλοιώσουν τα φουντούκια, να ξεκοτσανίσουν τις σταφίδες. Προετοιμάζουν τα υλικά για τα τσουρέκια που η μάνα θα ζυμώσει πάνω στα «βαθιά» ξημερώματα της Μεγάλης Πέμπτης. Πρέπει να προλάβει η ζύμη να κοιμηθεί, πριν ξυπνήσει η οικογένεια. Μετά το πρωινό εγερτήριο οι δουλειές που τους περιμένουν δεν είναι λίγες. Να πλάσουν τις λαμπροκουλούρες, να στολίσουν τις «πασχαλίτσες», να κάνουν κουλουράκια κοτσιδωτά, να βάψουν αυγά, λιγοστά αυτή τη φορά, όσα και τα μέλη της οικογένειας. Πρόκειται για κόκκινα αυγά της κόκκινης Πέμπτης. Θα τα πάνε μαζί με το σιτάρι και το δεμένο στο μαντήλι αλάτι, θα τα εναποθέσουν κάτω από το αναλόγιο, από το ύψος του οποίου ο παπάς θα διαβάσει τα δώδεκα Ευαγγέλια. Προς το μεσημέρι κι όταν η μυρωδιά της ψημένης κόρας ειδοποιεί για το ξεφούρνισμα, ανοίγουν τη χρησμένη πόρτα του φούρνου. Ξεφουρνίζουν κι όσο είναι ζεστές οι λαμπροκουλούρες γίνεται η διανομή. Ένα τσουρέκι θα δώσουν στον κάτοχο του φούρνου, ένα στην οικογένεια του γυναικάδελφου που έχουν άρρωστη τη μάνα, άλλο στη γειτόνισσα που «έχασε τον άνδρα της πρόσφατα, άλλο και άλλο, σε άλλους ανήμπορους του χωριού.
Με φανερή την αλληλεγγύη (υπολογίσιμη συμπεριφορά στη βίωση του κλίματος της αγάπης), η Μεγάλη Παρασκευή προσκαλούσε με πένθιμες καμπανοκρουσίες τους πιστούς. Υπάκουοι μικροί-μεγάλοι έτρεχαν στις εκκλησιές τους στολισμένους Επιτάφιους από το πρωί, για ν’ ακούσουν τα τετραβάγγελα κι άφηναν τις κουζίνες «αλειτούργητες». Η παράδοση υπαγόρευε και η νοικοκυρά πίστευε, πως η κατσαρόλα στη φωτιά δεν είχε θέση την ημέρα του Επιτάφιου Θρήνου. Τα νεκρικά έθιμα για τους κοινούς ανθρώπους βρίσκουν την προσαρμογή τους στην ημέρα που ο Υιός του Θεού αποκαθηλώνεται για τη «Ζωή εν τάφω». Το πένθος είναι γενικό αλλά περιέργως πως, δεν διαχέει θλίψη και δεν αντικαθιστά την αισιοδοξία και την προσμονή. Το κλίμα της χαρμολύπης αρμόζει τους.
Το Μεγάλο Σάββατο που περιμένει πίσω από το χάραμα της ανατολής ανασκουμπώνεται για να στήσει επιδέξια τις γέφυρες που θα μεσολαβήσουν για το πέρασμα από το θαμπό στο λαμπερό, από το ξόδιασμα της λύπη στη χαρά, από τα υγρά μάτια που θολώνονται στο φως, στη λαμπρότερη λαμπρότητα της Λαμπρής. Χριστός Ανέστη.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ