Το ένα πουλάκι:
Πιστεύετε στα θαύματα;
Μην απαντάτε. Και ξέρετε γιατί; Πρώτον, διότι δεν μας αφορά και δεν μας πέφτει κανένας λόγος, αν εσείς ή οποιοσδήποτε άλλος πιστεύει στα θαύματα ή όχι. Που πάει να πει δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να θέτουμε τέτοια ερωτήματα.
Δεύτερον, διότι ακόμη κι αν θέλαμε να κάνουμε μια συζήτηση που να περιλαμβάνει τέτοιου είδους εξομολογήσεις, θα έπρεπε να ορίσουμε τι εννοούμε λέγοντας «θαύμα», ώστε να μπορούμε να συνεννοούμαστε.
Εννοούμε το… υπερφυσικό; Εκείνο που δεν μπορούν να το ερμηνεύσουν οι φυσικοί νόμοι (που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα) και που πολλές φορές ερμηνεύεται ως η επέμβαση κάποιας ανώτερης δύναμης στον κόσμο μας;
Ή εννοούμε το… στατιστικά απίθανο; Κάτι δηλαδή που μπορεί να ερμηνευτεί, είναι όμως τόσο απείρως μικρή η πιθανότητα να συμβεί που επίσης πιστεύουμε ότι κάποια ανώτερη δύναμη έβαλε το χεράκι της;
Βεβαίως, για το θαύμα υπάρχει και μια πιο ετυμολογική προσέγγιση, όταν, ας πούμε, χρησιμοποιούμε τη λέξη για να περιγράψουμε κάτι που το… θαυμάζουμε: «Θαύμα ο μουσακάς, κυρία Ευτέρπη μου!»
Μη ξεχνάτε ότι, με βάση αυτή τη χρήση της λέξης, μιλάμε για «τα εφτά θαύματα του αρχαίου κόσμου», δηλαδή έργα που μέχρι σήμερα τα θαυμάζουμε και απορούμε για τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάστηκαν.
(Τώρα θα μου πείτε ότι και για εκείνα υπάρχουν ερμηνείες που θέλουν την επέμβαση «ανώτερων» δυνάμεων στην κατασκευή τους, αλλά, σας παρακαλώ, ας κρατήσουμε τη συζήτηση σε ένα επίπεδο.)
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, λοιπόν, ο κάθε άνθρωπος μπορεί να «αναγνωρίζει» ένα ή περισσότερα θαύματα που συμβαίνουν στη ζωή του. Αυτό δεν είναι καθόλου μεμπτό και, όπως είπαμε, είναι εντελώς προσωπική του υπόθεση.
Αρχίζει όμως να γίνεται ενοχλητικό, καμιά φορά και προκλητικό, όταν… διαφημίζεται ως μια ιδιαίτερη, προσωπική «εύνοια» που εκδηλώθηκε στον συγκεκριμένο άνθρωπο. Να διαφημίζεται από τον ίδιο ή από άλλους.
Το άλλο πουλάκι:
Και χειρότερα…
Όταν διαφημίζεται ως ατράνταχτη απόδειξη της ύπαρξης (και της παρέμβασης στην καθημερινότητα με τρόπους σαν το συγκεκριμένο θαύμα) εκείνης της ανώτερης δύναμης στην οποία πιστεύει αυτός που… δέχτηκε το θαύμα.
Για να γίνω πιο σαφής, που λέει και ο Λογοθετίδης, το θαύμα είναι εντελώς προσωπική υπόθεση εκείνου που το (παρα)δέχεται στη ζωή του. Κανείς δεν μπορεί, και δεν έχει το δικαίωμα, να προσπαθεί να τον πείσει για κάτι διαφορετικό.
Εκτός αν το δικαίωμα αυτό του το δώσει ο ίδιος. Ακούστε μια ιστορία και θα καταλάβετε τι εννοώ. Μια μικρή ομάδα «προσκυνητών», επισκεπτών δηλαδή του Αγίου Όρους, φτάνει στο σπίτι ενός μοναχού.
Προτού καλά καλά τον χαιρετήσουν και πάρουν την ευλογία του, του εξομολογούνται κατενθουσιασμένοι ότι έγιναν μάρτυρες ενός θαύματος. Όπως είναι φυσικό, εκείνος ρωτά να μάθει ποιο ήταν αυτό το θαύμα.
«Να, ξεκινήσαμε να επισκεφτούμε τον Γέροντα (…) στο κελί του. Όταν φτάσαμε όμως εκεί, είδαμε μια επιγραφή που έλεγε ότι ο γέροντας από τις δώδεκα μέχρι τις τέσσερις αναπαύεται. Η ώρα ήταν μία και μισή.
Γεμάτοι απογοήτευση, επειδή θέλαμε πάρα πολύ να μιλήσουμε μαζί του και να πάρουμε την ευλογία του, γυρίσαμε να φύγουμε. Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ και έγινε το θαύμα! Ο γέροντας βγήκε από το καλύβι του και μας φώναξε πίσω».
Το έλεγαν σοβαρά. Και το εννοούσαν. Μέχρι που ο μοναχός τούς έβαλε στη θέση τους: «Δεν ντρέπεστε λίγο, ευλογημένοι; Τι το περάσατε και τα βλέπετε όλα για θαύματα; Σιγά το παράξενο και το ανεξήγητο.
Μπορεί ο χριστιανός να σηκώθηκε να… πάει προς νερού του, σας είδε και σας φώναξε να μιλήσετε. Μάθαμε τώρα… Ό,τι μας φαίνεται λίγο ασυνήθιστο, το κάνουμε θαύμα. Λες και δεν έχει άλλη δουλειά ο Θεός…»
Δεν ξέρω αν οι «ευλογημένοι» προσκυνητές κατάλαβαν και αποδέχτηκαν αυτό που τους είπε ο καλός μοναχός. Ο οποίος τους μετέφερε μια αγιορείτικη σοφία που προέρχεται από τα βάθη των αιώνων:
Το να «διαφημίζεις» ότι έγινες αποδέκτης ενός θαύματος και να περηφανεύεσαι γι’ αυτό είναι πράξη εγωισμού. Ο οποίος εγωισμός, λένε, είναι ίσως το χειρότερο γνώρισμα που μπορεί να έχει ένας πιστός.
Και ένα τρίτο πουλάκι:
Θα ακούσουμε πολλά αυτές τις μέρες.
Ήδη, με την πρόσφατη (και επίκαιρη) κυκλοφορία ενός σχετικού βιβλίου, παρακολουθούμε έναν διάλογο γύρω από το Άγιο Φως και κατά πόσον αυτό ανάβει ή όχι με θαυματουργικό τρόπο.
Ο διάλογος εκτείνεται και στο αν το Άγιο Φως πρέπει να γίνεται δεκτό με τιμές αρχηγού κράτους ή όχι. Πριν βιαστούμε να πάρουμε θέση, ας αναρωτηθούμε τι διαφορά έχει για έναν πιστό, αν το Φως αυτό είναι Άγιο ή… Καθαγιασμένο.
Όπως δηλαδή το νερό μιας πηγής ή της βρύσης, μέσω (και χάρη) μιας τελετής γίνεται Αγιασμός, έτσι και το φως μια κανδήλας, ενός κεριού, καθαγιάζεται με αντίστοιχη τελετή, εντός μάλιστα του Παναγίου Τάφου.
Αυτό (για όποιον το πιστεύει) γιατί, άραγε, καθιστά το Άγιο Φως λιγότερο… άγιο; Γιατί να έχει ανάγκη από μια υπερφυσική… επίδειξη της αγιότητος και δεν του αρκεί αυτό που θα ήταν υπεραρκετό σε κάποιον αληθινά πιστό;
Τώρα, όσο για τις τιμές «αρχηγού κράτους» αυτό είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Κατά τη γνώμη μας, οι πιστοί και η Εκκλησία θα έπρεπε να υποδέχονται το Άγιο Φως με ένα δικό τους «τυπικό».
Κι όχι με το πρωτόκολλο της κοσμικής εξουσίας, όσο υψηλές τιμές κι αν προβλέπει αυτό.
Καλή Ανάσταση!