Οι στατίνες αποτελούν πλέον θεραπεία πρώτης γραμμής για ασθενείς με αυξημένη χοληστερίνη ή και άλλες διαταραχές των λιπιδίων του αίματος. Είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές στη μείωση της κακής χοληστερίνης (LDL) και έχει αποδειχθεί ότι μειώνουν τόσο τις νοσηλείες όσο και τους θανάτους από εμφράγματα, εγκεφαλικά και άλλα καρδιαγγειακά επεισόδια.
Οι στατίνες είναι πολύ καλά ανεκτές, όμως –όπως όλα τα φάρμακα– μπορεί να έχουν παρενέργειες που σε σπάνιες περιπτώσεις είναι σοβαρές. Πρόσφατα, η Αμερικανική National Lipid Association σε συνεργασία με την International Society of Atherosclerosis ανέλυσαν στοιχεία από μακροχρόνιες κλινικές μελέτες, αρχεία φαρμακευτικών κλινικές μελέτες, αρχεία φαρμακευτικών εταιρειών, ιατρικές αναφορές παρενεργειών καθώς και βάσεις δεδομένων ιατρικών διεκδικήσεων και επιβεβαίωσαν την ασφάλεια χορήγησης των διαθέσιμων στατινών.
Ίσως η μεγαλύτερη ανησυχία αφορά την επίδραση των στατινών στο ήπαρ. Σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία ή ανεπάρκεια έχει διαπιστωθεί με συχνότητα 1 σε κάθε 1.000.000 άτομα που λαμβάνουν στατίνη, ίδια ακριβώς με τη συχνότητα στον πληθυσμό που δε λαμβάνει στατίνη: με λίγα λόγια είτε παίρνεις, είτε δεν παίρνεις στατίνη ο κίνδυνος για σοβαρή ηπατική βλάβη είναι ο ίδιος.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχει σχέση μεταξύ ηπατικής ανεπάρκειας και λήψης στατινών ή ότι πρόκειται για εξαιρετικά σπάνιες ιδιοσυστατικές αντιδράσεις.
Σε κάθε περίπτωση τίθεται σε αμφιβολία και η ανάγκη για τακτική παρακολούθηση των ηπατικών ενζύμων (τρανσαμινασών) καθώς και η σύσταση για διακοπή των στατινών αν τα ηπατικά ένζυμα αυξηθούν πάνω από το τριπλάσιο των ανωτέρων φυσιολογικών τιμών. Βέβαια, οι γιατροί πρέπει να ακολουθούν τις ισχύουσες οδηγίες μέχρι αυτές να αναθεωρηθούν. Τέλος, πρέπει να επαναλαμβάνουν τη μέτρηση των τρανσαμινασών αν αυτές είναι παροδικές.
Η πιο συχνά αναφερόμενη παρενέργεια των στατινών είναι οι μυαλγίες και η μυοπάθεια η οποία σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει σε ραβδομυόλυση (μυαλγίες με πολύ μεγάλη αύξηση της CPK και νεφρική βλάβη λόγω μυοσφαιρινουρίας).
Έτσι, σε 100.000 ασθενείς που παίρνουν στατίνη για ένα χρόνο, 1.500 – 3.000 θα παρουσιάσουν απλές μυαλγίες, 5 θα παρουσιάσουν μυοπάθεια (μυαλγίες με μεγάλη αύξηση της CPK) και μόνο 1,6 θα παρουσιάσουν ραβδομυόλυση (με ποσοστό θνησιμότητα 10%).
Οι μυαλγίες που συχνά εμφανίζονται στους ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν στατίνη μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να μη γίνονται ανεκτές από τους ασθενείς, οπότε η χορήγηση του φαρμάκου πρέπει να σταματήσει. Μπορούμε δε, σε δεύτερο χρόνο, να δοκιμάσουμε την επαναχορήγηση της ίδιας ή, ακόμη καλύτερα, μιας άλλης στατίνης.
Στην περίπτωση που τα συμπτώματα της μυαλγίας είναι καλά ανεκτά, η μέτρηση της CPK στο αίμα καθορίζει τις επόμενες ενέργειες μας: Αν η CPK είναι φυσιολογική η ήπια αυξημένη , παρακολουθούμε απλά τον ασθενή, ενώ αν διαπιστωθεί μέτρια ή μεγάλη αύξηση, διακόπτουμε τη στατίνη. Πρέπει να σημειωθεί ότι η πιθανότητα μυοτοξικότητας αυξάνει με την αύξηση της δόσης των στατινών, δεν έχει όμως σχέση με το ποσοστό μείωσης της χοληστερόλης που επιτυγχάνεται.
Ερωτήματα έχουν εγερθεί για την συσχέτιση των στατινών με την περιφερική νευροπάθεια καθώς και τη γνωστική λειτουργία. Οι πολύ σπάνιες περιπτώσεις περιφερικής νευροπάθειας ήταν όλες αναστρέψιμες μετά τη διακοπή της στατίνης. Για τη γνωστική λειτουργία και τη μνήμη των ασθενών που λαμβάνουν στατίνη η επίδραση φαίνεται να είναι ευεργετική και πιθανά οι στατίνες να βελτιώνουν την πρόγνωση των ασθενών που πάσχουν από νόσο Alzheimer.
Είναι πλέον γνωστό ότι για 1.000.000 υψηλού κινδύνου ασθενείς που λαμβάνουν στατίνη για ένα χρόνο θα γλυτώσουμε 10.000 εμφράγματα και εγκεφαλικά και 36 θανάτους, ενώ μόνο 1-2 ασθενείς θα παρουσιάσουν σοβαρή παρενέργεια.
Από την άλλη πλευρά, αρκεί να πάρουν ασπιρίνη 2.066 ασθενείς για ένα χρόνο για να έχουμε ένα θάνατο από αιμορραγία του πεπτικού. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι το βασικό πρόβλημα της θεραπείας με στατίνες δεν είναι οι πιθανές παρενέργειες αλλά ο πιθανά μεγάλος αριθμός ασθενών που δεν θα δεχθούν να τις πάρουν από φόβο για παρενέργειες.
Ασφάλεια των στατινών: η πραγματικότητα σήμερα
του Αχιλλέα Παπαδόπουλου, Ειδικού Καρδιολόγου