Του Κωνσταντίνου Αθ. Βόλακλη, Κλινικού Εργοφυσιολόγου
H υψηλή αρτηριακή πίεση αποτελεί σημαντική ιατρική πάθηση που ευθύνεται για την εκδήλωση εμφράγματος του μυοκαρδίου και εγκεφαλικών επεισοδίων. Επιδημιολογικά στοιχεία της μελέτης ΑΤΤΙΚΗ έδειξαν ότι περίπου 38% και 24% των ανδρών και γυναικών αντίστοιχα μέσης ηλικίας στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται ως υπερτασικοί, με τον επιπολασμό να αυξάνεται περαιτέρω σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Περίπου 2,8 εκατομμύρια Έλληνες εμφανίζουν αυξημένα επίπεδα αρτηριακής πίεσης και πολλοί εξ αυτών φαίνεται ότι δεν το γνωρίζουν.
Εδώ και αρκετές δεκαετίες γνωρίζουμε ότι o καθιστικός τρόπος ζωής του σύγχρονου ανθρώπου αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης υπέρτασης, ενώ απεναντίας η αυξημένη φυσική δραστηριότητα και η άσκηση τον μειώνουν εντυπωσιακά. Βάσει των επιστημονικών μελετών, η μείωση της αρτηριακής πίεσης που προκύπτει ως αποτέλεσμα της συστηματικής άσκησης ανέρχεται κατά μ.ο. σε 10-15 mmHg για τη συστολική και σε 8-10 mmHg για τη διαστολική αρτηριακή πίεση σε ασθενείς με ήπια ή μέτρια υπέρταση (ΑΠ >140/90 mmHg και >160/100 mmHg αντίστοιχα). Φαίνεται, μάλιστα, να ωφελούνται περισσότερο οι έχοντες και τα υψηλότερα επίπεδα αρτηριακής πίεσης.
Χαρακτηριστικά άσκησης
Τα θετικά αποτελέσματα από την εφαρμογή της άσκησης εξαρτώνται από το είδος της, την ένταση των προγραμμάτων και τη διάρκειά τους, καθώς και από τα αρχικά επίπεδα αρτηριακής πίεσης. Αυτό που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι δεν χρειάζεται να κουραστούμε ιδιαίτερα ώστε να πετύχουμε κάποια οφέλη. Οι ειδικοί δεν έχουν διαπιστώσει σημαντική υπεροχή των προγραμμάτων υψηλής έντασης (>70% της VO2max) έναντι των προγραμμάτων χαμηλής έντασης (<70% της VO2max) όσον αφορά τη ρύθμιση της υπέρτασης και ως εκ τούτου συστήνεται η εφαρμογή προγραμμάτων ήπιας-μέτριας έντασης, ιδιαίτερα δε σε ορισμένες κατηγορίες ασθενών (π.χ. παχύσαρκοι, ηλικιωμένοι ή ασθενείς με κάποια άλλη χρόνια πάθηση).
Βαθμιαία και εφόσον η φυσική κατάσταση θα βελτιώνεται, μπορεί και πρέπει κανείς να αναπροσαρμόσει το επίπεδο της έντασης στο οποίο ασκείται και να εκτελεί και ασκήσεις με βάρη για την τόνωση του μυϊκού συστήματος. Βασική προϋπόθεση κατά την έναρξη είναι η διεξαγωγή δοκιμασίας κόπωσης για έλεγχο της αιμοδυναμικής ανταπόκρισης στην άσκηση και ύπαρξης τυχόν ισχαιμίας ή αρρυθμιών.
Το πιο απλό πράγμα που μπορεί να κάνει κανείς είναι να αρχίσει καθημερινούς περιπάτους για 30-40 min με ένα σχετικά γοργό βήμα και σε λίγες μόνο εβδομάδες θα διαπιστώσει τα εξής ευχάριστα: η αρτηριακή πίεση στην ηρεμία θα μειωθεί, οι πονοκεφάλοι και η στηθάγχη επίσης. Επιπλέον, οι καθημερινές ασχολίες, επαγγελματικές και μη, θα εκτελούνται πιο άνετα, ενώ και σε συγκινησιακές ή άλλες καταστάσεις φόρτισης η αρτηριακή πίεση θα ανεβαίνει λιγότερο και η καρδιά θα κινδυνεύει λιγότερο από ισχαιμία και αρρυθμίες. Αξίζει, τέλος, να αναφερθεί ότι, πέραν των γνωστών της ωφελειών, η άσκηση σε βάθος χρόνου δύναται να μειώσει την ποσότητα των αντιυπερτασικών φαρμάκων που απαιτούνται για τη ρύθμιση της υψηλής αρτηριακής πίεσης.
Μηχανισμοί άσκησης
Οι μηχανισμοί μέσω των οποίων επιτυγχάνεται η μείωση της αρτηριακής πίεσης μέσω της άσκησης ποικίλλουν. Η άσκηση μειώνει το σωματικό βάρος και το ποσοστό λίπους, μειώνει τον τόνο των αγγείων και την αντίσταση που αυτά προβάλλουν κατά τη ροή του αίματος (βελτίωση ενδοθηλιακής λειτουργίας) συντελώντας στην οικονομικότερη λειτουργία της καρδιάς. Ρυθμίζει τη λειτουργία του συστήματος ρενίνης – αγγειοτασίνης -αλδοστερόνης μειώνοντας επιπρόσθετα και τις ορμόνες του στρες (κατεχολαμίνες). Τα τελευταία χρόνια ερευνώνται, επίσης, οι επιδράσεις της άσκησης σε ορισμένες υποκατηγορίες, όπως ασθενείς με ανθεκτική ή διαστολική υπέρταση, ασθενείς με μικρο- ή μάκροαγγειοπάθειες καθώς και ασθενείς με υπερτροφία τοιχώματος αριστερής κοιλίας, με πολύ καλά αποτελέσματα.
Συνοψίζοντας, η άσκηση αποτελεί σημαντικό προληπτικό και θεραπευτικό μέσο έναντι της υπέρτασης. Βάσει και των πλέον πρόσφατων κατευθυντήριων οδηγιών, θα πρέπει να συστήνεται από τους θεράποντες ιατρούς κατά κάποιο τρόπο «υποχρεωτικά» ως συμπλήρωμα της φαρμακευτικής αγωγής για εξιδανίκευση της θεραπείας. Προκειμένου, όμως, να αποκομίζουμε τα θετικά οφέλη της, θα πρέπει να γυμναζόμαστε συστηματικά και διά βίου, δεδομένου ότι έχει αποδειχτεί απώλεια των προσαρμογών σε διάστημα μερικών μόνο εβδομάδων από τη διακοπή της άσκησης.