Της Γεωργίας Μπακάλη
«Μια συγκινητική όσο και πρωταφανή» έκθεση οργάνωσε το Ταμείον Ανταλλαξίμων Κοινοτικών και Κοινωφελών Περιουσιών, στα γραφεία του, στην οδό Ακαδημίας 41. Η «Έκθεσις των εκ Μικράς Ασίας, Πόντου και Θράκης διασωθέντων ιερών κειμηλίων ναών και μονών των Ανταλλαξίμων» εγκαινιάστηκε στις 16 Οκτωβρίου 1930,1 με την ευκαιρία του Γ΄ Διεθνούς Βυζαντινολογικού Συνεδρίου που διεξαγόταν στην Αθήνα. Το Ταμείον Ανταλλαξίμων Κοινοτικών και Κοινωφελών Περιουσιών, που είχε συσταθεί πριν από περίπου δύο χρόνια, παρέλαβε στο μεταξύ από τις δύο επιτροπές (στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη), τις καταρτισθείσες από τη Διεύθυνση Ανταλλαγής, τα περισυλλεγέντα εκκλησιαστικά και κοινοτικά αντικείμενα και σκεύη, τα γνωστά ως «κειμήλια των προσφύγων». Παράλληλα κατάφερε να περισυλλέξει και αντικείμενα που βρίσκονταν υπό την κατοχή τρίτων προσώπων, εντός Ελλάδας και εκτός ακόμη. Τα «κειμήλια» αυτά συγκεντρώθηκαν στις αποθήκες του Ταμείου, όπου έγινε η καταγραφή, επισκευή και εκτίμησή τους. Πιστό στον διακηρυχθέντα σκοπό του το Ταμείο χορήγησε εν συνεχεία σε εκατοντάδες προσφυγικούς ναούς μέρος από τη συλλογή αυτή, εικόνες, σκεύη, άμφια και άλλα εκκλησιαστικά είδη. Τα υπόλοιπα «κειμήλια», τα σημαντικότερα από ιστορικής και καλλιτεχνικής άποψης, καθώς και σπάνια χειρόγραφα και βιβλία, θεώρησε «επιβεβλημένον αυτώ να διατηρήση ανελλειπή ως συμβολίζοντα τον θρησκευτικόν και εθνικόν βίον του εκριζωθέντος εκ της κοιτίδος του Ελληνισμού».2
Αυτά ακριβώς τα σπάνια έργα, ιερή παρακαταθήκη μνήμης για τις επόμενες γενιές, παρουσιάζονταν στην έκθεση του 1930. Στους δύο χώρους του Ταμείου είχαν εκτεθεί −ή μάλλον στοιβαχτεί, όπως μπορούμε να αντιληφθούμε από τις σχετικές περιγραφές− έργα που αναπαριστούν την χιλιόχρονη ιστορία του ελληνισμού της καθ’ ημάς Ανατολής τόσο κατά τη βυζαντινή εποχή όσο και, κυρίως, τη μεταβυζαντινή. Αναφέρω ενδεικτικά: δύο μεγάλα αρτοφόρια σμάλτινα με αργυρές και χρυσές παραστάσεις και δύο πολυτελέστατα εξαπτέρυγα από την ιστορική Σταυροπηγιακή μονή της Βαζελώνης του Πόντου, δώρα των εκ Ρωσίας Ποντίων· μία μαργαριταρόστικτη μίτρα του απαγχονισθέντος (1821) μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Κυρίλλου· ένα αρχιερατικό εγκόλπιο του Παρθενίου μητροπολίτη Καισαρείας (φέρει χρονολογία ΑΨΛΗ΄, δηλ. 1738), καλυπτόταν από 66 ρουμπίνια, 14 σμαράγδια και ένα τεράστιο διαμάντι αξίας 10 χιλ. λιρών· τρεις επιτάφιοι χρυσοκέντητοι, πολυπρόσωποι (Μουταλάσκης, Διαρβεκίρ και Πάφρας Αμασείας)· ο άμβωνας και ο δεσποτικός θρόνος της Μητροπόλεως Αγκύρας, από σκαλιστό επιχρυσωμένο ξύλο, θαύμα λεπτουργικής· τρία λάβαρα αρχαίων βυζαντινών ναών, χρυσοκέντητα και αδαμαντοκόλλητα (Τραπεζούντας, Σινασού, Αργυρουπόλεως, του 1701)· πορσελάνινα βαρίδια κανδηλιών, τα «αυγά της Κιουτάχειας», και άλλα μοναδικά έργα βυζαντινής μικροτεχνίας, βιβλία και λείψανα αγίων σε χρυσές θήκες.3
Πώς όμως υποδέχτηκε το κοινό της εποχής εκείνης την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αυτή έκθεση; Πόσο ενδιέφερε το κοινό μια έκθεση τόσο λαμπρών έργων τέχνης, δείγματα πλούτου και ακμής των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων, έργα εθνικού και θρησκευτικού συμβολισμού; Πόσο συγκινούσαν οι θησαυροί που οι πρόσφυγες με μύριες όσες προφυλάξεις κατάφεραν να διασώσουν περνώντας διά πυρός και σιδήρου; Η διάσωσή τους είχε κι αυτή την ιστορική της σημασία. Ποια ήταν η ανταπόκριση του κοινού σε μια έκθεση που μαρτυρούσε τη μακραίωνη πολιτισμική συνέχεια των προσφυγικών κοινοτήτων, μια έκθεση αφενός μεν ανάκλησης του πρόσφατου καυτού βιώματος για τους πρόσφυγες αφετέρου δε χριστιανικού και καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος για τους γηγενείς αλλά και για κάθε επισκέπτη;
Η έκθεση «περνάει σχεδόν απαρατήρητη απ’ το πολύ κοινόν, ενώ έπρεπε να μεταβληθή εις σεμνόν προσκύνημα των διανοουμένων και μη Ελλήνων», έγραφε με πικρία ο Προσφυγικός Κόσμος, σχολιάζοντας δηκτικά πως ο τύπος αδιαφορούσε, οι διανοούμενοι μάλλον αρέσκονταν να συμμετέχουν σε διαλέξεις δήθεν μοντέρνων ποιητών και οι επίσημοι δεν ήθελαν να δώσει η επίσκεψή τους αφορμή παρεξήγησης «με την φιλτάτην όμορον Δημοκρατίαν». Αιχμηρός σαρκασμός για την επίσκεψη του Βενιζέλου στην Άγκυρα και την ιστορική συνομολόγηση του διμερούς συμφώνου φιλίας (30.10.1930), που σηματοδοτούσε τη νέα εποχή και προοπτική για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η συμφιλίωση αυτή είχε θεμελιωθεί, τον Ιούνιο του 1930, στον οικονομικό διακανονισμό-συμψηφισμό των ανταλλάξιμων περιουσιών, συμφωνία που εξέπληξε δυσάρεστα τον προσφυγικό κόσμο και προκάλεσε αντιδράσεις. Η έκθεση λοιπόν του Ταμείου, στη δεδομένη πολιτική και διπλωματική συγκυρία, ήταν σαν να έστρεφε το δημόσιο ενδιαφέρον σε ένα ζήτημα που είχε κλείσει με την οριστική ρύθμιση των περιουσιακών ζητημάτων που είχαν πλέον συμψηφιστεί. Το ερώτημα ήταν γιατί την αγνόησε το ευρύτερο κοινό. Υπήρχαν ακόμη στοιχεία που «ερέθιζαν» τους γηγενείς, ώστε να εκδηλώνεται εχθρότητα και απαξίωση εις βάρος των προσφύγων. Μόλις έξι χρόνια μετά την Καταστροφή, και το «εθνοτικό» χάσμα μεταξύ ντόπιων και προσφύγων παρέμενε αγεφύρωτο, συντηρούμενο είτε από την οικιστική και κοινωνική απομόνωση των προσφύγων (χωριστοί συνοικισμοί και παράγκες στις παρυφές της πόλης) ή από τις πολιτισμικές τους ιδιαιτερότητες (διάλεκτοι, νοοτροπίες, συνήθειες), εξαιτίας των οποίων προσλαμβάνονταν ως ξένοι, ως μη «ακραιφνείς» Έλληνες. Μόνο μετά τη δεκαετία του ’80, και μέσα από το πολιτισμικό ρεύμα της Μεταπολίτευσης, το προσφυγικό στοιχείο πέρασε τελικά από το παρασκήνιο και εντάχθηκε, ενσωματωμένο πλέον οργανικά, στη νεοελληνική κοινωνία.
Φέτος, με την ευκαιρία της εκατονταετηρίδας, το Μουσείο Μπενάκη οργανώνει την έκθεση «Μικρά Ασία: Λάμψη-Καταστροφή-Ξεριζωμός-Δημιουργία», η οποία εγγράφεται σε ένα ιστορικό συνεχές4 και προβάλλει τα ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από τη συλλογή του Μουσείου Μπενάκη επιλεγμένα «κειμήλια προσφύγων» εκτίθενται στο αποκατεστημένο Σαντιρβάν της Δράμας. Μια πολιτιστική σκυτάλη. Στην έκθεση, μέσα από σαράντα ένα εκκλησιαστικά αντικείμενα αργυροτεχνίας, παρουσιάζεται η «λάμψη» του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Για το κοινό της Δράμας, προσφυγογενές στη συντριπτική του πλειονότητα, η έκθεση δεν θα περάσει απαρατήρητη. Ο ευαισθητοποιημένος επισκέπτης θα αναζητήσει τους κρίκους που τον συνδέουν με τις πατρογονικές ρίζες του.
1 Προσφυγικός Κόσμος, 25.10.1930.
2 Στο ερώτημα της εφημερίδας, τι θα απογίνουν τα «ιερά τούτα κειμήλια», η σκέψη να δοθούν στο εμπόριο χαρακτηρίζεται ως «ανόσιος» και «εγκληματική», ως εκ τούτου προκρίνεται «να μεταβληθούν εις ένα διαρκές προσκύνημα, τοποθετούμενα εις μίαν ιδιαιτέραν πτέρυγαν του Βυζαντινού Μουσείου». Προσφυγικός Κόσμος, 02.11.1930. Πράγματι, ένα μέρος περιήλθε στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο και ένα άλλο στο Μουσείο Μπενάκη.
3 Δ. Κ. Ευαγγελίδης, «Η Έκθεσις των προσφυγικών κειμηλίων εις το Ταμείον Ανταλλαξίμων», Ακρόπολις, 17.10.1930.
4 Το 1982, με τη συμπλήρωση εξήντα χρόνων από το ’22, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο είχε οργανώσει την «Ειδική έκθεση κειμηλίων προσφύγων». Το 1992, το Μουσείο Μπενάκη παρουσίασε στο Κέντρο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης ορισμένα από τα έργα της συλλογής του στην έκθεση με τίτλο «Θησαυροί από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη».
[…] source […]