του Δημήτρη Ι. Σφακιανάκη
Πρωτοχρονιά 1901. Εκατοντάδες πολυτελείς άμαξες, ιδιωτικές και δημόσιες συνωθούνται έξω από τα βασιλικά ανάκτορα, μεταφέροντας υψηλούς προσκεκλημένους. Πρίγκιπες, βαρόνους πρέσβεις, πρωθυπουργούς στρατηγούς και το σύνολο της αθηναϊκής ελίτ.1 Από τις ασημόχρωμες θύρες των αμαξών εμφανίζονται φανταχτερές, ατσαλάκωτες κυρίες, δέσποινες και δεσποσύνες, ο ανθώνας των αρχοντικών αθηναϊκών καλλονών, με βαρύτιμες τουαλέτες, αμφιέσεις υψηλής μόδας, ενίοτε πλαισιωμένες με χρυσά κρόσσια ή μεταξωτές δαντέλες. Τις συνοδεύουν αξιωματικοί με στολές κατάφορτες από παράσημα ή αξιωματούχοι, Έλληνες ή ξένοι, με φράκα και υμίψηλα. Πρόκειται για την αφρόκρεμα της αθηναϊκής κοινωνίας, που σπεύδει να συμμετάσχει στον πρωτοχρονιάτικο χορό των ανακτόρων. Έξω από τα ανάκτορα συνωθούνταν το πόπολο, που ξεροστάλιαζε ώρες, για να θαυμάσει εκ του σύνεγγυς όλους αυτούς τους φανταχτερούς, υψηλούς προσκεκλημένους του ανακτορικού χορού…
Δεν επρόκειτο για μια συνηθισμένη, επίσημη έστω, χορευτική βραδιά. Ήταν ο μέγας ανακτορικός χορός της Πρωτοχρονιάς, το μέγιστο κοσμικό γεγονός της Αθήνας ήδη από την εποχή του Όθωνα. Ήταν η εκδήλωση όπου τα μέλη της αθηναϊκής και επαρχιακής ελίτ είχαν την ευκαιρία να επιβεβαιώσουν με τη λαμπερή παρουσία τους το κοινωνικό τους status, να σφυρηλατήσουν σχέσεις και, ενίοτε, να σχεδιάσουν συνοικέσια.
Ο «Βασιλεύς των Ελλήνων» -όπως ήταν ο επίσημος τίτλος του- Γεώργιος Α΄ Γλύξμπουργκ εκ Δανίας, ο μετριοπαθής ηγέτης που ισορροπούσε με την ίδια επειδεξιότητα στη διαχείριση των πολιτικών πραγμάτων και στις τολμηρές χορευτικές καντρίλιες -άνθρωπος που λάτρευε τις χαρές της ζωής, τις γυναίκες, τους χορούς και τα γλέντια- είχε δώσει εντολή στις αυλικές υπηρεσίες του να ετοιμάσουν 1400 προσκλήσεις, που δεν στέλνονταν μόνο στην αφρόκρεμα της αθηναϊκής κοινωνίας. Ενίοτε στη μεγάλη αίθουσα των ανακτόρων έκαναν αισθητή την παρουσία τους και ακαλαίσθητες παραφωνίες μεταξύ του μυροβόλου κύκλου των κυρίων και κυριών, και διαχέονταν στην ατμόσφαιρα «οσμαί και απόπνοιαι ευρισκόμεναι εις αντίθεσιν με τα ακριβά γαλλικά αρώματα»2. Ο Γεώργιος Σουρής, τακτικός θαμώνας των ανακτορικών χορών σχολιάζει με ανελέητη σατιρική διάθεση:
«Γράψε, γράψε σαν και πέρσι για τα
λούσα κάθεμιάς
είτε φράγκας ή Ρωμηάς
Για την γόβα, την κορδέλλα,
Το λουλούδι τη δαντέλα
για τη μια τη σουσουράδα
για την άλλη… τη φοράδα,
για τη δείνα την τσιμπλού,
με το φόρεμα το μπλού,
για την τάδε με το νάζι που ’χει τα μαλλιά φριζέ
και διαβάζει το Μπουρζέ,
που το γάντι της μυρίζει μπακαλιάρο και σκουμπρί,
και για νύφη τη φερμάρουν παραδόπιστοι γαμπροί…»
Λίγο μετά τις 10 αναγγέλλεται η εμφάνιση της βασιλικής οικογένειας. Ο εθνικός ύμνος παιανίζει, οι προσκεκλημένοι παρατάσσονται και τα μέλη του πολυπληθούς βασιλικού οίκου εισέρχονται μεγαλόπρεπα. Επισημότητα και πολυτέλεια στο απόγειό τους! «Πρώτος χωρεί ο Βασιλεύς φέρων στολήν στρατηγού του ελληνικού πυροβολικού μετά της Βασιλίσσης φερούσης ολόλευκον εσθήτα αδαμαντοστόλιστον, θαυμάσιον στέμμα αδαμάντινον και την κυανήν ταινίαν μετά των παρασήμων Της εις το στήθος»3. Ακολουθούν τα οκτώ τέκνα τους μετά συζύγων βαδίζοντας στη σειρά, τελετουργικά, με προεξάρχοντα τον διάδοχο -τον μετέπειτα μοιραίο βασιλιά Κωνσταντίνο- μετά της συζύγου του Σοφίας. Το βασιλικό ζεύγος και οι βλαστοί της βασιλικής δυναστείας, συνοδευόμενοι από «εκλεκτήν και ακτινοβολούσα πλειάδα των υπασπιστών της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως και των υπασπιστριών της Αυτής Μεγαλειότητος της Βασιλίσσης» προχωρούν θριαμβευτικά προ των εκατέρωθεν παραταγμένων προσκεκλημένων, οι οποίοι υποκλίνονται. Τι θεσπέσια παράτα! Την απομυθοποιεί ωστόσο με κριτική νηφαλιότητα ο ιδιοφυής σατιρικός στιχοπλόκος Γεώργιος Σουρής, αποδομώντας ανίερα όλη αυτή τη σύναξη.
«Ιδού και καραγκιόζηδες για τ’ Αυλικά
κοπέλια,
που με τα τόσα σκέρτσα των ξεραίνεσαι
στα γέλια,
ιδού και λίγα κόκκαλα Βασιλικά
για γλείψιμο,
να και σαπούνι και σκοινί για κρέμασμα
και νίψιμο».
Το μέγα πλήθος των πριγκήπων και πριγκιπισσών της βασιλικής οικογένειας
εύλογα προκαλούσε τη σατιρική πένα του Σουρή.
«Με φασουλήδες πρίγκηπες εγέμισ’ η Αθήνα
και διαδόχους έχουμε σωστή μισή ντουζίνα».
Αφού ολοκληρωνόταν η είσοδος της βασιλικής πομπής, έφθανε η ώρα της έναρξης του χορού. Ο βασιλιάς Γεώργιος πάντα εύχαρις, σφριγηλός, δεινός χορευτής και προσηνής προς όλους, άνοιγε τον χορό με καντρίλιες, συνοδευόμενος από τους πρίγκιπες υιούς και τις ντάμες τους, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια και οι άλλοι προσκεκλημένοι. Εννοείται ότι τόσο η δυτικότροπη βασιλική δυναστεία όσο και η ηγετική τάξη της χώρας διασκέδαζαν μόνο με ευρωπαϊκούς χορούς . Οι καντρίλιες , η πόλκα, το βαλς, η μαζούρκα, είχαν αρχίσει ήδη από την εποχή του Όθωνα να περιθωριοποιούν τον μπάλο και τους ελληνικούς συρτούς χορούς.4
Στον μέγα ανακτορικό χορό υπήρχε πάντα ένα μάλλον άτυπο πρωτόκολλο για τα χορευτικά ζεύγη, όπου τα αρχικά χορευτικά καρέ σχηματίζονταν με κριτήριο το κοινωνικό status. Ωστόσο στη συνέχεια, υπό το κράτος των ήχων της στρατιωτικής μουσικής μπάντας, του άπειρου πλήθους των συμμετεχόντων και του αναπόφευκτου θορύβου, τα ζεύγη σχηματίζονταν ελαστικότερα και ο αυθορμητισμός έδινε τον κυρίαρχο τόνο αλλά παράλληλα δημιουργούσε και απρόοπτα. Μέσα στον συνωστισμό και στη χορευτική δίνη, κάποια στραβοπατήματα, διαγκωνισμοί, προσκρούσεις ζευγαριών ακόμη και «ηρωικαί πτώσεις», προκαλούσαν άλλοτε θυμηδία, άλλοτε παρεξηγήσεις, φαινόμενα που τροφοδοτούσαν τους κοσμικογράφους των αθηναϊκών εφημερίδων.
Γύρω στα μεσάνυχτα περνούσαν από την απόλαυση του χορού στην απόλαυση των εδεσμάτων. Οι προσκεκλημένοι αποσύρονταν στις παρακείμενες αίθουσες όπου «παρετίθετο το θρυλικόν δια τον πλούτον, την ποικιλίαν και την άκρα των εδεσμάτων εκλεκτικότητα ανακτορικόν σουπέ» (δείπνο). «Εις την ηγεμονικώς πλουσιοπάροχον ευωχίαν ελάμβανον εκάστοτε μέρος άνω των χιλίων προσώπων», και φυσικά δεν έλειπαν οι «αυθαιρέτως παρακαθήμενοι»5… Ο Σουρής δεν χάνει την ευκαιρία να σατιρίσει την εσπευσμένη ανταπόκριση όλων στο δελεαστικό φαγοπότι:
«Το σουπέ θα αρχίσει τώρα
μαρς παιδιά και πάρτε φόρα
Γιούργια Μαραθωνομάχοι
μπαμ και μπουμ για το στομάχι.
Στο σουπέ ριχτήκαν όλοι, Περικλέτο μου
Βαρόνε
που θαρρείς οι μουστερήδες ένα χρόνο
πως δεν τρώνε,
και προσμένουν με λαχτάρα τη δευτέρα
του Γενάρη
στα φαγιά των Ανακτόρων να χυμήξουνε
σαν γλάροι».
Και μια απροσδόκητη σύμπτωση: Οι τελετάρχες στους οποίους είχε ανατεθεί το «υψηλόν καθήκον» να διευθύνουν τον πρωτοχρονιάτικο ανακτορικό χορό του 1905 ήταν δυο νεαροί, φερέλπιδες αξιωματικοί του πυροβολικού, ο λοχαγός Γεώργιος Χατζηανέστης και ο υπολοχαγός Νικόλαος Τρικούπης, συνεπικουρούμενοι από πλειάδα επιτελικών αξιωματικών. Οι στρατιωτικές επιδόσεις τους δοκιμάστηκαν δεκαεπτά χρόνια αργότερα. Διαδραματίζοντας ως στρατηγοί πρωταγωνιστικούς ρόλους στις δραματικές συνθήκες του μικρασιατικού μετώπου, επέδειξαν αδράνειες και ανεπάρκειες, μοιραίες για τους ίδιους αλλά και για το ελληνικό έθνος.
(Το κείμενο θα αναρτηθεί και στην ιστοσελίδα για την ιστορία και τον πολιτισμό της Δράμας, Πύλη της Δράμας (https: //www. pylidramas. gr/), στο σχετικό αφιέρωμα που θα ακολουθήσει).
1 Εφημ Εμπρός, 3-1-1901.
2 Εφημ. Σκριπ, 4-1-1928.
3 Εμπρός, 3-1-1903.
4 Αναστασία Π. Χαρμαντά, Η ανακάλυψη και διαχείριση των ελληνικών χορών και η συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας, Αθήνα 2009, σελ, 254 κ.ε. διδακτ διατριβή.
5 Σκριπ, 7-1-1928.