Του Παντελή Βαφειάδη,
φοιτητή ΑΠΘ
Η Ελλάδα ως μια χώρα στην οποία παραδοσιακά η μελέτη των επιστημών και η ελεύθερη διακίνηση ιδεών είναι βαθιά ριζωμένη στην ελληνική κουλτούρα από αρχαιοτάτων χρόνων, έχει χρέος να διαφυλάξει και να αναπτύξει την παρεχόμενη εκπαίδευση, κυρίως στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά και στη διά βίου μάθηση.
Πράγματι, τα ελληνικά πανεπιστήμια χαίρουν διεθνούς κύρους και αξιοπιστίας. Σε αυτό συνηγορούν και οι πολυάριθμες βραβεύσεις όχι μόνο των ίδιων των σχολών και καθηγητών αλλά και αποφοίτων τους οι οποίοι διαπρέπουν στο εξωτερικό. Τα ελληνικά Α.Ε.Ι., όμως, νοσούν και από μια πληθώρα ζητημάτων που είναι γνωστά στους κύκλους της ακαδημαϊκής κοινότητας. Μία πιο ρεαλιστική προσέγγιση θα καταδείκνυε και θα έφερνε στο φως αυτά τα προβλήματα που διέπουν τα ελληνικά Α.Ε.Ι. Από το φαινόμενο της οικογενειοκρατίας και το καθεστώς την ανομίας που τροφοδοτείται από το πανεπιστημιακό άσυλο, έως την υποστελέχωση των μελών ΔΕΠ, και των απαρχαιωμένων εγκαταστάσεων, οι αδυναμίες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι εμφανείς και γνωστές.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν ζητήματα τα οποία δείχνουν να περνούν κάτω από το «ραντάρ» της κοινωνίας. Ένα από αυτά είναι το μεγάλο ποσοστό αποτυχίας των φοιτητών στις εξεταστικές του εκάστοτε έτους. Ο αριθμός είναι συντριπτικός, όπου σε κορυφαία πανεπιστήμια της Αθήνας το ποσοστό αποτυχίας σε συγκεκριμένα μαθήματα αγγίζει το 80%. Συγκεκριμένα στοιχεία αναφέρουν ότι φοιτητής σε περιφερειακό ΑΕΙ εξετάστηκε 11 φορές έως ότου περάσει ένα μάθημα. Στη Νομική Σχολή Αθηνών σε εξέταση μαθήματος του πρώτου έτους δήλωσαν συμμετοχή 1.400 φοιτητές, όπου οι εισακτέοι στην ίδια σχολή δεν ξεπερνούν τους 400 κατ’ έτος. Άλλα στοιχεία δείχνουν ότι οι 600 από τους 1.300 εγγεγραμμένους φοιτητές χρωστάνε το μάθημα της Μηχανικής σε σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Τέλος, φοιτητής του Ε.Μ.Π. δήλωσε 63 μαθήματα προς εξέταση σε ένα μόνο εξάμηνο (σε κάθε εξάμηνο διδάσκονται και άρα εξετάζονται κατά μέσο όρο 7 μαθήματα).Το ΠΡΟΒΛΗΜΑ του υψηλού ποσοστού αποτυχίας σε ορισμένα μαθήματα επισημαίνει και η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘ.Α.Α.Ε.), επικρίνοντας δε τις ηγεσίες των Α.Ε.Ι. για απουσία βούλησης να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
Έτσι τα αμφιθέατρα γεμίζουν με προς εξέταση φοιτητές που οδηγούνται «σαν ποίμνια στην βαθμολογική σφαγή» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ομότιμος καθηγητής Γεώργιος-Ιωάννης Νυχάς μέλος της ΕΘΑΑΕ.
Πρόκειται λοιπόν για ένα γενικευμένο πρόβλημα που δεν αφορά κάποια συγκεκριμένα ιδρύματα αλλά την ολομέλεια των πανεπιστημίων στην Ελλάδα.
Όλα τα παραπάνω τεκμηριώνουν μια νοσηρή κατάσταση που διέπει την πανεπιστημιακή κοινότητα και έρχεται σε πλήρη αντίφαση με την εικόνα των ελληνικών πανεπιστημίων που δείχνουμε (ή που θέλουμε να δείχνουμε) στο εξωτερικό.
Στην προσπάθεια διερεύνησης του «τις πταίει» καταλήγουμε εύλογα στους αιτιογόνους παράγοντες.
Αναλυτικότερα, είναι γνωστή η ύπαρξη μαθημάτων-κόφτες που η αξία του να περάσεις το συγκεκριμένο μαθήματα σύμφωνα με πολλούς φοιτητές ισοδυναμεί με «μισό πτυχίο». Τα μαθήματα αυτά είτε είναι εκ φύσεως απαιτητικά είτε ο καθηγητής θέλοντας να δείξει το κύρος του αλλά και το κύρος του μαθήματος γίνεται δυσανάλογα αυστηρός στην επιλογή θεμάτων αλλά ακόμα και στην βαθμολόγηση.
Σύμφωνα με την ΕΘΑΑΕ ο αριθμός ν+2 (που αντικατοπτρίζει το μέγιστο χρονικό όριο απονομής πτυχίου) είναι μικρότερος από τον μέσο ρυθμό αποφοιτήσεων.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε βέβαια και στο ενδεχόμενο η γνωστική επάρκεια αλλά και η μεταδοτικότητα του καθηγητή να υπολείπεται των περιστάσεων καθώς οι έλεγχοι στην παρεχόμενη πανεπιστημιακή εκπαίδευση είναι τουλάχιστον εικονικοί και χωρίς κάποιο ουσιαστικό αντίκτυπο.
Η τακτική όμως της επίκρισης καθηγητών για τις υψηλές απαιτήσεις και τις αυστηρές μεθόδους βαθμολόγησης δεν είναι απόλυτα σωστή καθώς υπάρχουν καθηγητές μαθημάτων επιλογής που παρέχουν στους υποψηφίους υψηλούς βαθμούς, έτσι οι φοιτητές επιλέγουν το μάθημα τους, με αποτέλεσμα οι καθηγητές να πουλάνε σε μεγαλύτερο κοινό τα πανεπιστημιακά τους συγγράμματα αποκομίζοντας μεγαλύτερο κέρδος.
Μια ματιά της κατάστασης στην υπόλοιπη Ευρώπη προσδίδει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον και δυναμική στην συζήτηση. Στα ευρωπαϊκά ΑΕΙ ισχύει ο κανόνας του 5%. Για παράδειγμα αν σε ένα μάθημα το ποσοστό αποτυχίας των φοιτητών ξεπερνά το 5% (ενώ στην Ελλάδα παρατηρούνται ποσοστά 80%), οι καθηγητές και τα ιδρύματα έχουν την υποχρέωση να αιτιολογήσουν στους αρμόδιους τι έφταιξε. Τα αρμόδια όργανα αυτά αντλούν πληροφορίες και από τις απόψεις των φοιτητών για την επάρκεια του καθηγητή και την δυσκολία των θεμάτων με στόχο την βελτίωση του ιδρύματος. Στην Ελλάδα η μονάδα διασφάλισης ποιότητας (ΜΟΔΙΠ) αντλεί τακτικά στοιχεία με ανώνυμο τρόπο από τους φοιτητές. Τα οποία στοιχεία δυστυχώς δεν αξιολογούνται επαρκώς από τα ιδρύματα και η χρήση τους περιορίζεται στην διακριτική ευχέρεια του κάθε καθηγητή να δει τα «στατιστικά» του, χωρίς να υποχρεώνεται (βάση και της ακαδημαϊκής ελευθερίας) σε οποιαδήποτε αλλαγή του τρόπου διδασκαλίας και εκπαίδευσης.
Στο εξωτερικό η διασφάλιση της ποιότητας στο πανεπιστήμιο αποτελεί αρμοδιότητα και των φοιτητών οι οποίοι απαιτούν εξηγήσεις και αιτιολόγηση της αποτυχίας τους μέσα από θεσμικά όργανα. Σε πλήρη αντίθεση στην Ελλάδα οι φοιτητικοί σύλλογοι περιορίζονται σε κομματικούς διαξιφισμούς και η οποιαδήποτε απαίτηση για εξηγήσεις γίνεται ακόμα και με «τσαμπουκά!» από τους φοιτητές.
Από την άλλη οι νομικές δικλείδες απουσιάζουν, με την μόνη δυνατότητα να είναι η βαθμολόγηση του γραπτού από επιτροπή καθηγητών έπειτα όμως από 3 διαδοχικές αποτυχίες του φοιτητή και έπειτα από αίτηση του ιδίου. Κάτι που πρακτικά δεν εφαρμόζεται καθώς κανείς φοιτητής δεν θα ρισκάρει να βρεθεί σε ευθεία αντιπαράθεση με τον εκάστοτε καθηγητή.
Εν κατακλείδι για την αντιμετώπιση όλων αυτών των προβλημάτων κρίνεται αδήριτη η ανάγκη για έναν ολιστικό επαναπροσδιορισμό των στόχων και της δομής λειτουργίας των ΑΕΙ, όπως επίσης και η εκ νέου στελέχωση και κατάρτιση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Μια τέτοια ουσιαστική αντιμετώπιση της υπολειτουργίας των ΑΕΙ θα βελτίωνε την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης στην Ελλάδα δημιουργώντας αρτιότερους επαγγελματίες θέτοντας έτσι τα θεμέλια για μια ισχυρή οικονομική κοινωνική και πνευματική ανάπτυξη της Ελλάδος.
(Πηγή στοιχείων Εφ. Καθημερινή)
[…] άρθροΠανεπιστήμια σε κρίση Επόμενο άρθροΟ Π. Λαμπαρδής μιλά στα «Χ» για την […]