Του Βασίλη Τσιαμπούση
Η Ελλάδα αποτελεί βασικό πέρασμα για τους πρόσφυγες, οι οποίοι εγκαταλείπουν την υπο-Σαχάρια Αφρική και χώρες της Ασίας που μαστίζονται από πολέμους και πείνα, επιζητώντας να εγκατασταθούν στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, είναι και ένας τόπος εγκατάστασης εξ ανάγκης. Όσοι, δηλαδή, δεν μπορούν να διακινηθούν στη Γερμανία και στις άλλες πλούσιες χώρες του βορρά, είτε παίρνουν άσυλο στην Ελλάδα είτε μένουν σε δομές, μέχρι να κριθεί η κατάστασή τους. Από αυτούς που παίρνουν άσυλο, πολλοί στέλνουν τα παιδιά τους σε ελληνικά σχολεία για να μάθουν την ελληνική γλώσσα, να τύχουν εκπαίδευσης και να κοινωνικοποιηθούν, εφόσον και εμείς –το Κράτος αλλά και οι τοπικές κοινωνίες– τους βοηθήσουμε να το πετύχουν.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι πρωτόγνωρο για τη χώρα μας. Ήδη από το 1990 πολλοί οικονομικοί μετανάστες από την Αλβανία ήλθαν στην Ελλάδα. Η ελληνική κοινωνία, τα πρώτα χρόνια είχε τελείως αρνητική διάθεση απέναντί τους. Αφού όμως τους εκμεταλλευτήκαμε εργασιακά πληρώνοντάς τους με ψίχουλα για τις δουλειές που έκαναν–ενώ οι περισσότεροι ήταν πολύ εργατικοί και αναλάμβαναν δουλειές που οι δικοί μας δεν τις καταδέχονταν–, εντέλει συμβιβαστήκαμε με την παρουσία τους. Πλέον, έχουμε συνειδητοποιήσει ότι είναι «χρήσιμα άτομα», και οι περισσότεροι από αυτούς προκομένοι, νοικοκύρηδες και καλοί οικογενειάρχες, σε ίδιο ποσοστό όπως κι εμείς.
Από προσωπικές γνωριμίες μου, τολμώ να πω ότι τα παιδιά τους, ιδίως όσα γεννήθηκαν εδώ ή έζησαν από μικρά στη χώρα μας, αισθάνονται Αλβανοί αλλά και, εν μέρει, Έλληνες. Και οι της επόμενης ή μεθεπόμενης γενιάς σίγουρα θα λένε: «Ναι, η καταγωγή μου είναι από την Αλβανία, αλλά εγώ γεννήθηκα στην Ελλάδα». Κάτι που συνέβη με παιδιά πολλών Ελλήνων μεταναστών στην Αμερική και στη Γερμανία.
Η Ελλάδα, από την άλλη, είναι μια χώρα που μαστίζεται από υπογεννητικότητα και γήρανση του πληθυσμού. Το ισοζύγιο είναι δυσμενέστατο, με την έννοια ότι κάθε χρόνο οι γεννήσεις στις ελληνικές οικογένειες είναι πολύ λιγότερες από τους θανάτους. Επιπλέον, πολλοί Έλληνες έχουν καταφύγει και καταφεύγουν στο εξωτερικό, και είναι αμφίβολο αν ποτέ θα επιστρέψουν στη χώρα.
Μια τολμηρή λύση θα ήταν να προσπαθήσει το ελληνικό κράτος να αναπληρώσει την υπογεννητικότητα με το να δώσει την ελληνική υπηκοότητα σε πρόσφυγες, βεβαίως κατόπιν επιλογής. Επιλογής όχι με ρατσιστικά ή θρησκευτικά κριτήρια, αλλά βάσει κάποιων αποδείξεων που οι ίδιοι θα δώσουν περί της ικανότητάς τους να ζήσουν και να εργαστούν νόμιμα στην Ελλάδα, όπως εμείς.
Διαβάζω ότι στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη οι ελιές ή τα πορτοκάλια κινδυνεύουν να μη μαζευτούν, διότι δεν βρίσκονται εργατικά χέρια. Θα μπορούσε, λοιπόν, το Κράτος να δώσει κίνητρα για την απασχόληση των προσφύγων, π.χ. ανάληψη ενός μέρους του κόστους που θα έχει η εργασία τους. Για να ξεφύγουν, κάποια στιγμή, από το να ζουν με βοηθήματα (της Ευρώπης, βεβαίως) και έτσι να ενταχθούν στο εργατικό δυναμικό της χώρας. Όπως και να το δούμε, αυτό που βοήθησε τους Έλληνες μετανάστες τα παλιότερα χρόνια να στεριώσουν στις ξένες χώρες και να προκόψουν ήταν η σκληρή δουλειά. Και, όταν οι δικοί μας εγκαταστάθηκαν στους τόπους υποδοχής τους, βεβαιωμένα θεωρούνταν από τους καλύτερους και πιο συνειδητούς εργάτες σε σχέση με εργαζόμενους άλλων εθνικοτήτων.
Ξέρω ότι κάποιοι θα δουν αυτή την ιδέα ως ουτοπική. Και κάποιοι άλλοι θα πουν ότι η διαδικασία αυτή ήδη προβλέπεται, μόνο που είναι πολύ αυστηρή και καθυστερεί πολύ. Για να γίνει όμως πρακτικά εφαρμόσιμη, θα πρέπει να γίνει σοβαρή μελέτη και έξυπνος σχεδιασμός. Θα έλεγα, πάντως, πως η κοινωνία μας πιο πολύ κινδυνεύει από ανθρώπους που δεν έχουν δουλειά, ιδίως μάλιστα από εκείνους που δεν θέλουν να δουλέψουν, είτε είναι Έλληνες είτε είναι ξένοι. Τότε, για να επιζήσουν, καταφεύγουν στην παρανομία και στην εγκληματικότητα. Και, φυσικά, με αυτά που έγραψα καθόλου δεν μιλώ για μια αφελή αντιμετώπιση της κατάστασης, όπως έγινε κάποια προηγούμενα χρόνια, που εκφραζόταν η άποψη ότι ήταν θέμα δημοκρατικότητας και ευαισθησίας να τους δεχτούμε όλους στην Ελλάδα, όσοι κι αν έρχονταν.
Κάποιοι άλλοι θα πουν ότι η ανεργία στην Ελλάδα είναι ήδη υψηλή και η πρόταση αυτή θα την επιτείνει. Τα πράγματα όμως έχουν αποδείξει ότι, ιδίως για εποχιακές δουλειές, τα εργατικά χέρια λείπουν και το πρόβλημα των παραγωγών είναι μεγάλο. Οπότε και η προώθηση των προσφύγων σε συγκεκριμένες εργασίες ίσως θα μπορούσε να είναι μια λύση.
Κάποτε ειπώθηκε πωςγια να θεωρείται κάποιος ότι είναι Έλληνας αρκεί να μετέχει της ημετέρας παιδείας. Εγώ θα έλεγα ότι κάποιος ξένος για να γίνει Έλληνας, αρκεί να ενταχθεί στο εργασιακό δυναμικό της χώρας και να μάθει να ζει με τον απλό τρόπο που ζούμε όλοι. Κάτι δηλαδή που συμβαίνει σήμερα στην Αγγλία, στην Αμερική, στις Σκανδιναβικές χώρες και αλλού, όπου η πολυ-πολιτισμική κοινωνία ευημερεί και προοδεύει χωρίς αξεπέραστα προβλήματα από και για τους πρόσφυγες. Εξάλλου, και στο εξωτερικό (και στην Ελλάδα) δίνουν στους μετανάστες πρώτα την άδεια εργασίας και μετά κάποια χρόνια την ιθαγένεια.
Όσο για άλλες διαφορές και συμπεριφορές, τις οποίες πιθανότατα θα συνεχίσουν να έχουν οι πρόσφυγες που θα γίνουν Έλληνες υπήκοοι, νομίζω ότι ο σύγχρονος τρόπος ζωής και η δημοκρατική νοοτροπία μας μπορεί και να τις ανεχθεί και να μην τις στραγγαλίσει.
[…] άρθροΠρόσφυγες στην Ελλάδα Επόμενο άρθροΟλοκληρώθηκε το σχέδιο φόρτισης […]
[…] source […]