Ψυχοσάββατο στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου Δράμας

0
4460

Της Νόρας Κωνσταντινίδου

Στο φετινό εσπερινό του πρώτου Ψυχοσάββατου των Απόκρεω και λίγο πριν από το ηλιοβασίλεμα βρέθηκα με ένα τάσι γεμάτο κόλλυβα στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου Δράμας. Οι ιερείς του ναού μπροστά από μέρες (έγκαιρα και καλοσυνάτα) ενημέρωσαν το εκκλησίασμα για την ώρα προσέλευσης των πιστών στο ναό (ώρα πέντε). Στόχευαν καλοδιάθετα στη γενικότερη με τάξη προσέλευση με το απαραίτητο σέβας στο εκκλησιαστικό περιβάλλον, αν και το σέβας δε υπόκειται σε κανένα είδους υποδείξεις. Εύκολα δεν επιτάσσεται. Υπαγορεύεται μόνο από εσώτερη προτροπή, συνταυτισμένη με την αγωγή και τη «θήρα- θε(ν) παιδεία». Γέννημα πίστης και αγάπης. όπως:
Την εκκλησίαν αγαπώ – τα εξαπτέρυγά της,
τ’ ασήμια των σκευών, τα κηροπήγια της,
τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνα της.
Εκεί σαν μπω, μες την εκκλησία των Γραικών
με των θυμιαμάτων της τες ευωδιές,
με τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,
τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες
και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό –
λαμπρότατοι μες των αμφίων τον στολισμό –
ο νους μου πιαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,
στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.
Επιγραμματικά, κατατοπιστικά και ευκολονόητα γράφει ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης συνθέτοντας το παραπάνω ποίημα. Τα τελευταία χρόνια, ο Έλληνας ποιητής της Αλεξάνδρειας θεωρείται ο μεγαλύτερος, ασυναγώνιστος και ουσιωδέστερος ποιητής του κόσμου. Στην επισυναπτόμενη εδώ ομολογία του και στον εκφραστικό ύμνο που καταθέτει, επεξηγεί τους λόγους που τον έχουν ωθήσει στο από καρδιάς δόσιμο του στην Ορθόδοξη εκκλησία των Ελλήνων. Το ποίημα γραμμένο το 1912 στο πρώτο πρόσωπο γίνεται καθαρά εξομολογητικό. Το συνολικά αυτό ποίημα των ένδεκα στίχων μετατρέπεται αυτόματα σε επιβεβαίωση πίστης με αποδεκτή την απολογία του για το δόσιμο της αφειδώλευτης αγάπης του γενικότερα προς το ένδοξο Βυζάντιο.
Οι ιερείς στο ναό του Αγίου Νικολάου προσηλωμένοι στα βυζαντινά πρότυπα έχουν κάθε λόγο να επαίρονται, να καυχώνται και μαζί να σεμνύνονται που λειτουργούν μέσα σε ναό που απορρόφησε σταδιακά όλα τα απαιτούμενα της βυζαντινής διακοσμητικής καλαισθησίας, όπως αναφέρονται: Τα εξαπτέρυγα, τα ασημένια σκεύη, τα κηροπήγια, τα φώτα, τα εικονίσματα, τον άμβωνά της. Τα πάντα: Λειτουργικά και αναγκαία για τον καλλωπισμό του χώρου είναι.
Στον εσπερινό του πρώτου Ψυχοσάββατου οι ιερείς του ναού του Αγίου Νικολάου, μαζί με τις παράπλευρες βοηθητικές ομάδες που οργάνωσε ο επικεφαλής όλων Αρχιμανδρίτης, έπραξαν το καλύτερο δυνατό. Βλέποντας προς την ίδια κατεύθυνση οδηγήθηκαν στην επιτυχία της ιερής ακολουθίας. Όλοι στην καταληκτική τους στόχευση επιδίωκαν να προσφέρουν πρόσφορο ταξίδι στον πηγαιμό (όχι στην Ιθάκη), αλλά «στις τιμές τις μεγάλες της φυλής μας, στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό». Παράλληλα εργάσθηκαν και συνεργάσθηκαν ομόψυχα, για να πετύχουν την επιτελούμενη «μνήμη προς τους κεκοιμημένους ευσεβείς πατέρες και αδελφούς».
Οι πιστοί με τη σειρά τους γέμισαν τον κυρίως ναό, όπως κάλυψαν και τον γυναικωνίτη, ενώ στο σολέα τοποθετήθηκε από τους νεωκόρους ικανός αριθμός τραπεζιών, προκειμένου να ακουμπήσουν τα παραγεμισμένα πιάτα τους με κόλλυβα καλοβρασμένα και στολισμένα οι εισερχόμενες. Οι νεωκόροι εθισμένοι στις λεπτομέρειες των καθηκόντων τους, βρέθηκαν στην καλύτερη τους ώρα. Συνέβαλαν στη ρύθμιση της τάξης και βοήθησαν στην τοποθέτηση των πιάτων με τα κόλλυβα. Φάνηκαν χρήσιμοι μαζί με την υπεύθυνη κυρία στην ανάδειξη των σταυρών που κυριαρχούσαν στο κέντρο της ζαχαρωμένης επιφάνειας στη γαβάθα της κάθε νοικοκυράς με τα κόλλυβα. Είχαν δε οι σταυροί πολλά και διάφορα σχήματα, με πολλές παραλλαγές στο φτιάξιμό τους. Κι αυτό γιατί οι κάτοικοι της Δράμας κρατούν τις ρίζες τους από τους Πανέλληνες.
Με το νου τους όλοι στραμμένο στην ευταξία και την προσαρμογή πάνω στο χώρο των τραπεζιών απέδωσαν με προσεκτικές κινήσεις το ζητούμενο στις τοποθετήσεις και με χειρονομίες κατάλληλες ως προς τη θέση του πηγμένου κεριού στα κόλλυβα (μην τάχα και χαλάσουν το διάκοσμο στη ζάχαρη) τίμησαν την κεροδοσιά. Την ώρα που άναψαν τα κεριά είδαν τα μάτια όλων μια φευγαλέα εικόνα, σαν από θαύμα. Ατένισαν με συγκίνηση την ταυτόχρονη προσπάθεια από τις πάμπολλες φλογίτσες να τοξεύουν προς το θόλο του ναού με την εικόνα κι έμειναν έκθαμβοι. Μια αναστάσιμη ιαχή ξύπνησε τη φαντασία. «Κύριε, ελέησον». Καμία περιγραφή δε θα μπορούσε να αποδώσει την εικόνα της ευσέβειας, την εμπράγματη όψη της ευλάβειας, παρά μόνο η εσωτερική του καθένα ανάταση. «Άνω σχώμεν τας καρδίας».
Την κατανυκτική ατμόσφαιρα ενίσχυσαν οι ιεροψάλτες από το αναλόγιο, με τον Αρχιμανδρίτη να πρωτοστατεί ψέλνοντας. Ακούστηκε ξεκάθαρα το γνωστό ευχολόγιο από το Κοντάκιο: «Μετά των αγίων ανάπαυσον, Χριστέ, τας ψυχάς των δούλων σου, ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος». Το πλήθος των αναμμένων κεριών έδινε χρώμα στη μνήμη, φλόγα στην ελπίδα και αιωνιότητα στην πίστη. Ο συνδυασμός στις νότες της βυζαντινής μουσικής με τα αναμμένα κεράκια σε έξαρση ανάδευε στη μνήμη το χιλιοειπωμένο. Τι τάχα μπορεί να θυμάται μια φλόγα; Αν θυμηθεί λίγο λιγότερο απ’ ότι χρειάζεται σβήνει˙ αν θυμηθεί λίγο περισσότερο; Τι μπορεί να γίνει;
Η θύμηση δεν μπορεί να πάει παρά πέρα. Το πέρασμα στην ανάγνωση των ονομάτων των οικείων του εκκλησιάσματος που «εδέβαν πλαν» έφθασε. Οι ιερείς (τρεις στον αριθμό έβαλαν στη μέση τον Αρχιμανδρίτη και από του ιερού βήματος της εκκλησίας του αγίου Νικολάου σιωπηρά οι δυο και μεγαλόφωνα ο ακούραστος Αρχιμανδρίτης, απέδωσε ευανάγνωστα τα πολλά, πάρα πολλά βαπτιστικά ονόματα των τεθνεώτων. Τα διαφορετικά ονόματα που ακούσθηκαν επιβεβαίωσαν το σέβας του εκκλησιάσματος στην πατρική ονοματοδοσία. Έβγαλαν στο φανερό την άμωμη, άσπιλη, αγνή πίστη προς την ΕΚΚΛΗΣΙΑ και μαζί ανέπεμψαν το «αιωνία η μνήμη» στους μεταστάντες πατέρες, μάνες και αδελφές.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ