Του Αθανάσιου Κάππα, Civil & Traffic Eng.
Όλοι ξέρουμε πως ζούμε σ’ έναν κόσμο ενεργειακά φτωχό, εχθρικό, καταστροφικό και επικίνδυνο. Ξέρουμε, επίσης, ότι η εκάστοτε ποσοτικά και ποιοτικά διαθέσιμη μορφή ενέργειας αποτελεί καθοριστική δύναμη για τον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, ο οποίος με τη σειρά του οριοθετεί τις εξελικτικές περιόδους της ιστορίας και του πολιτισμού της ανθρωπότητας, δίνει μορφή και περιεχόμενο στην παραγωγή και κατανομή αγαθών και υπηρεσιών, συνεπώς καθορίζει και την αρχιτεκτονική της οργάνωσης των κοινωνιών και των μεταξύ τους σχέσεων. Γνωστό είναι, βέβαια, ότι τα ορυκτά καύσιμα, αρχικά με τη μορφή του άνθρακα, πυροδότησαν την πρώτη βιομηχανική επανάσταση στην Αγγλία από τα μέσα του 16ου αιώνα και μετά και αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη εμφάνισης, ανάπτυξης και επέκτασης του τότε ανερχόμενου καπιταλισμού. Το γεγονός όμως ότι τα ορυκτά καύσιμα είναι ανισόμερα κατανεμημένα από τη φύση πάνω στον πλανήτη μας ευνόησε και συνεχίζει να ευνοεί τη δυναμική ανάπτυξη εκείνων των χωρών που διαθέτουν ή ελέγχουν τα κάθε φορά εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα, αλλά καταδίκασε τις χώρες που στερούνται τέτοια κοιτάσματα στη στασιμότητα και στην εξάρτηση από τις ενεργειακά ισχυρές χώρες και μάλιστα από εκείνες που φιλοδοξούν να ηγεμονεύσουν πάνω σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ξέρουμε ακόμα ότι το πρόβλημα των ορυκτών καυσίμων ως πρόβλημα εξουσιαστικού συγκεντρωτικού ενεργειακού συστήματος αποτελεί την κύρια αιτία οικονομικών, κοινωνικών, περιφερειακών και εθνικών ανισοτήτων και συνεπώς την κύρια πηγή κατακτητικής βίας, οικονομικής στρέβλωσης, κοινωνικής καταπίεσης, φτώχειας, δυστυχίας και περιβαλλοντικής καταστροφής. Ξέρουμε, τέλος, όλοι μας πως ζούμε σε έναν κόσμο που ασταμάτητα αλλάζει, γιατί μεταξύ των άλλων η πρόοδος των επιστημών και η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών αλλάζουν προς το καλύτερο τις πηγές και τις μορφές ενέργειας, πράγμα που αλλάζει προς το καλύτερο για όλους μας τις σχέσεις των κοινωνιών με την κινητήρια δύναμη της προόδου, φτάνει να ξέρουμε, όσοι έχουμε λόγο να αλλάξουμε τον σημερινό παρακμασμένο και ενεργειακά καταστροφικό καπιταλισμό, πώς θα τον αλλάξουμε.Ο σχετικός με το ενεργειακό πρόβλημα δημόσιος διάλογος σε πλανητικό επίπεδο χαρακτηρίζεται από δύο κυρίαρχες θέσεις: Η μια μεριά που επιμένει στη με κάθε τρόπο διατήρηση του συγκεντρωτικού ενεργειακού συστήματος που στηρίζεται στα ορυκτά καύσιμα ελέγχεται από ελάχιστες πετρελαιοπαραγωγές χώρες και από ελάχιστες εταιρίες παραγωγής αργού πετρελαίου, επεξεργασίας και χονδρεμπορίας προϊόντων πετρελαίου και φυσικού αερίου που τους επιτρέπει να ελέγχουν βίαια, άμεσα ή/και έμμεσα, την παγκόσμια οικονομία. Από την άλλη μεριά βρίσκονται οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, η εργαζόμενη ανθρωπότητα, από κοντά και οι ενεργειακά φτωχές και εξαρτημένες χώρες, που απαιτούν τη μετάβαση από το συγκεντρωτικό, εκμεταλλευτικό και καταστροφικό ενεργειακό σύστημα των ορυκτών καυσίμων στο επιστημονικοτεχνικά ώριμο, αποκεντρωμένο, ακόμα και σε επίπεδο ιδιοπαραγωγού χρήστη, ενεργειακό σύστημα της συνδυασμένης αξιοποίησης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) με βάση το Υδρογόνο. Βέβαια, προς το παρόν αυτός ο διάλογος περιορίζεται συνειδητά και εσκεμμένα μεταξύ των εγκλωβισμένων σε «επιτροπές» χρυσοπληρωμένων «ειδικών», οι οποίοι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, συμπεριφέρονται ως ιερατείο που φιλτράρει την πληροφόρηση προς την κοινωνία, ώστε αυτή να ξέρει τόσα όσα την κρατούν στο μισοσκόταδο για τις τεράστιες απελευθερωτικές, αναπτυξιακές και ειρηνικές δυνατότητες της υδογονοενέργειας επειδή καταργεί το ενεργειακό μονοπώλιο και τον ενεργειακό ιμπεριαλισμό του κεφαλαίου που στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στα ορυκτά καύσιμα.
Μέχρι το 19ο αιώνα ο άνθρωπος κάλυπτε τις ενεργειακές ανάγκες του με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η ηλιακή, η αιολική (ανεμόμυλοι) ή η υδραυλική (νερόμυλοι). Με τη βιομηχανική επανάσταση, όμως, τα ορυκτά καύσιμα-φυσικοί πόροι της Γης (πετρέλαιο, γαιάνθρακες, φυσικό αέριο) έγιναν οι κύριες μορφές ενέργειας για την ανθρώπινη κοινωνία και την οικονομία. Η ανεξέλεγκτη χρήση τους, όμως, δημιούργησε στις μέρες μας το αποκαλούμενο «ενεργειακό ζήτημα», ένα πρόβλημα πολύ σημαντικό για το μέλλον της ανθρώπινης διαβίωσης και του ίδιου του πλανήτη.
Το «ενεργειακό ζήτημα» ορίζεται και ταυτόχρονα προκύπτει από τις εξής παραμέτρους:
α) Η αύξηση του πληθυσμού στη Γη, σε συνδυασμό με την τεχνολογική ανάπτυξη, αύξησε και τις απαιτήσεις για κατανάλωση ενέργειας. Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό, αν αναλογιστούμε τον αριθμό των ηλεκτρικών συσκευών που χρησιμοποιούμε, το πλήθος των αυτοκινήτων και των μέσων μεταφοράς, τα ενεργοβόρα σύγχρονα κτίρια με τους κλιματισμούς, τους υπολογιστές και άλλους ηλεκτρικούς εξοπλισμούς.
β) Οι παραπάνω ενεργειακές απαιτήσεις καλύπτονται κατά 85% από τον ορυκτό πλούτο της Γης, που, όμως, κάποτε μπορεί να εξαντληθεί.
γ) Αυτός ο ορυκτός πλούτος δεν είναι ελεύθερα διαθέσιμος σε κάθε χώρα, αλλά σε μια μειονότητα χωρών, ενώ οι υπόλοιπες πρέπει να κάνουν εισαγωγή. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί έντονες διακυμάνσεις στις τιμές των ορυκτών καυσίμων και οδηγεί στην οικονομική και πολιτική εξάρτηση από τις προμηθεύτριες χώρες των χωρών που εισάγουν καύσιμα.
δ) Τέλος, η χρήση των ορυκτών καυσίμων δημιουργεί πολλά περιβαλλοντικά προβλήματα με δυσμενέστατες συνέπειες στα οικοσυστήματα, στην υγεία και γενικότερα στη διαβίωση του ανθρώπου.
Η Ελλάδα διαθέτει αξιόλογο δυναμικό σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (Α.Π.Ε.), αλλά δυστυχώς μένει ανεκμετάλλευτο. Η συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη συνολική κατανάλωση ενέργειας περιορίζεται περίπου στο 6%.
Αρχικά, διαθέτει πλούσιο ηλιακό δυναμικό και εκτιμάται ότι η ηλιακή ενέργεια μπορεί να καλύψει το ένα τρίτο των ενεργειακών αναγκών της χώρας. Τα τελευταία χρόνια η χώρα μας ενθαρρύνει την ανάπτυξη της ηλιακής θερμικής ενέργειας και μέχρι σήμερα πολλοί κρατικοί φορείς, βιομηχανίες, τουριστικές μονάδες και πλήθος μικρών και μεσαίων εταιρειών έχουν δείξει ενδιαφέρον για τη χρήση φωτοβολταϊκής ενέργειας. Επίσης, έχουν δημιουργηθεί σε όλη τη χώρα 5 μονάδες παραγωγής φωτοβολταϊκών πάνελ, για να τροφοδοτούν την αγορά με τον κατάλληλο εξοπλισμό, καθώς και μια μονάδα επεξεργασίας πυριτίου που χρησιμοποιείται για την κατασκευή των πάνελ. Ωστόσο, η ανάπτυξή της δεν είναι αυτή που θα έπρεπε, γιατί το κόστος εγκατάστασης των φωτοβολταϊκών συστημάτων είναι αρκετά υψηλό. Αυτό λειτουργεί αποτρεπτικά, ειδικά στην περίπτωση που ασχολούνται με τα οικιακά και τα άτομα που σχεδιάζουν μια στροφή προς την ηλιακή ενέργεια.
Η χώρα διαθέτει, επίσης, εξαιρετικά πλούσιο αιολικό δυναμικό και η αξιοποίησή του μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην αειφόρο ανάπτυξή της.
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι δεν μπορούμε να καταναλώνουμε και να παράγουμε ενέργεια με τον τρόπο που έχουμε συνηθίσει ως τώρα. Το περιβάλλον καταστρέφεται, ο πληθυσμός της Γης αυξάνεται, ο ορυκτός πλούτος μειώνεται και η διαχείρισή του συνδέεται με οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, που οδηγούν καταναλωτές και κράτη σε προβληματικές καταστάσεις. Καταβροχθίζουμε τα ενεργειακά αποθέματα του πλανήτη υπονομεύοντας το μέλλον των επόμενων γενιών. Απαιτείται, λοιπόν, άμεσα:
-να στηρίξουμε την εξέλιξή μας σε μια αειφόρο ανάπτυξη και να σεβαστούμε τον φυσικό πλούτο της Γης,
-να καταργήσουμε σταδιακά τη χρήση ρυπογόνων μορφών ενέργειας και να προωθήσουμε την εφαρμογή ανανεώσιμων μορφών και, τέλος,
-να φροντίζουμε να εξοικονομούμε ενέργεια σε όλους τους τομείς των δραστηριοτήτων μας. Τα παραπάνω κρίνονται αναγκαία αν θέλουμε ως άνθρωποι να ονειρευόμαστε μια ανθρώπινη ζωή σε έναν ανθρώπινο πλανήτη, σε έναν πράσινο Πλανήτη.