Του Βασίλη Γ. Χατζηθεοδωρίδη
Α’ ΜΕΡΟΣ
Έχουν γραφεί για τις σφαγές της κατεχόμενης από τους Βουλγάρους Δράμα, τη νύχτα 28-29 Σεπτεμβρίου 1941 και τον απόηχό τους στη συνέχεια, πάρα πολλά. Πολύ όμως περισσότερα έχουν ειπωθεί από εκείνους που είδαν τις θηριωδίες, τις έζησαν με οδύνες και σπαραγμούς, με τρόμο, μίσος, πόνο και απελπισία και ύστερα από εκείνους που άκουσαν για τα γεγονότα και τα διηγήθηκαν ή τα έγραψαν με θολά μάτια κατά τη διάρκεια των 70 και πλέον ετών τώρα.
Οι πριν από λίγο αυτόπτες μάρτυρες, σώοι ή τραυματίες δεν υπάρχουν πλέον στη ζωή και τα μικρά παιδιά που είδαν ή άκουσαν εκείνους που τα είδαν είναι ελάχιστα. Απομένουν σιωπηλοί μάρτυρες οι τάφοι των θυμάτων.
Όλοι εμείς οι άλλοι που ασχοληθήκαμε ερασιτεχνικά ή συστηματικά με τα γεγονότα εκείνης της περιόδου ανήκουμε σε δυο βασικές κατηγορίες:
α) σε κείνους που είχαν την τύχη να κυκλοφορήσουν τότε ανάμεσα στους ανθρώπους των θυμάτων και
β) σε εκείνους που στήριξαν τα κείμενά τους σε προφορικές μαρτυρίες από δεύτερο και τρίτο χέρι και κυρίως σε διάφορα γραπτά που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας.
Τα γεγονότα που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με το θέμα αυτό εξακολουθούν να προκαλούν ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον για τους εξής κυρίως λόγους:
Πρώτον, σε όλους τους λαούς που έχουν χιλιάδων ετών εμπειρία σύγκρουσης της μορφής Δαυίδ – Γολιάθ, τα γεγονότα προκάλεσαν εκτός από έκπληξη και θαυμασμό και μια αίσθηση μυστηρίου, γιατί καλύφθηκαν από αυστηρή «μυστικότητα» που επέβαλαν οι κατακτητές. Η μυστικότητα όμως έχασε τα εισαγωγικά της, όταν ο Σπ. Σφέτας1 στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του για το κίνημα, μας διαβεβαίωσε ότι «οι βουλγαρικές αρχές, ακόμα και σε πρωθυπουργικό επίπεδο, γνώριζαν για τις προετοιμασίες των Ελλήνων για εξέγερση και το χρόνο της εκδήλωσής της». Ως εκ τούτου ό,τι ακουγόταν για το «κίνημα» ήταν σκόπιμη διαρροή, που γινόταν όταν ήθελαν οι οργανωτές του και για όσον καιρό πίστευαν ότι τους εξυπηρετούσε. Και «δεν έλαβαν τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα», έτσι που για τους κατακτητές «η εξέγερση παρείχε τη δικαιολογία για την εφαρμογή μιας σκληρής κατοχικής πολιτικής2».
Το γεγονός ότι δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα αποκαλύπτει τη μεγάλη αλήθεια, ως ζητούμενο, δηλ. το δόλο ή τη σκοπιμότητα, σύμφωνα με την οποία εκπληρωνόταν ο πάγιος σκοπός τους, της εξόντωσης του ελληνικού πληθυσμού της Αν. Μακεδονίας-Θράκης, για να μπορούν να τον παρουσιάζουν στα διεθνή φόρα ως μειονότητα στην περιοχή.
Από άποψη συσχετισμού των αριθμητικών δυνάμεων, με την πρώτη ματιά παρέπεμπε στη Μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.), των Θερμοπυλών (480 π.Χ.), στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.), στην πολιορκία του Μεσολογγίου και σε εκατοντάδες άλλες ανερμήνευτες περιπτώσεις πολεμικών αναμετρήσεων με την απλή λογική για την ελληνική ιστορία.
Δεύτερον, ήταν εγχείρημα πολύ πρώιμο, αφού, μόλις το χειμώνα του 1941, εμφανίστηκαν οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις3 του Κ.Κ.Ε. στην άλλη Ελλάδα και της Υ.Β.Ε. στη Θεσσαλονίκη.
Τρίτον, προκλήθηκαν, εν πολλοίς εξαιτίας του κινήματος αυτού, σφαγές και εκτελέσεις χιλιάδων ανθρώπων στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, αριθμού μεγαλύτερου εκείνων των κατοχικών περιόδων 1912-1913 και 1916-1917.
Τέταρτον, αν είχε στεφθεί με επιτυχία η απόπειρα, το Κ.Κ.Ε., όχι μόνο θα αναλάμβανε την ευθύνη, αλλά θα γέμιζε τις βιβλιοθήκες του κόσμου με θριαμβολογίες.
Πέμπτον, παρόλο που –λόγω της αποτυχίας της– εξοντώθηκαν χωρίς εξαίρεση όλα τα στελέχη της εξέγερσης, από τη στιγμή που δεν υπήρχε δυνατότητα να περάσει η άποψη ότι δεν ήταν κομμουνιστές οι αντιστασιακοί, το Κ.Κ.Ε., διέθεσε τόνους μελάνης, μέχρι πρόσφατα (1990), με εκδοχές δολιοφθοράς.
Προσπάθησε να εξαλείψει τα ίχνη του εγχειρήματος χωρίς βέβαια σοβαρή επιτυχία, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της κατοχής. Όταν όμως βρέθηκαν μετά τον εμφύλιο άνθρωποι της «εξέγερσης» στις χώρες της Σοβιετικής Ένωσης, έπρεπε με κάθε τρόπο να δοθεί προς τα έξω μια εικόνα «πρώτης πράξης αντίστασης κατά των κατακτητών», «γνήσιας λαϊκής εξέγερσης», «ηρωικής επαναστατικής ενέργειας4» κλπ.
Έπρεπε να συσκοτιστούν τα γεγονότα, να καταστραφούν τα τεκμήρια και να τοποθετηθούν στη θέση τους μαρτυρίες και εκθέσεις που εξυπηρετούσαν τους ισχυρισμούς του Κ.Κ.Ε.
Ήρθαν όμως τα –κατά τη γνώμη μου– επιλεκτικά ανακοινώσιμα βουλγαρικά στρατιωτικά έγγραφα του Σπ. Σφέτα να αποκλείσουν την περίπτωση της προβοκάτσιας «αν και τα σχετικά με την οργάνωση, εξέλιξη και κατάπνιξη της εξέγερσης ζητήματα έχουν επαρκώς μελετηθεί, δεν έχει αποσαφηνιστεί ο ρόλος των βουλγαρικών αρχών στην υποκίνηση της εξέγερσης». Στα έγγραφα αυτά ομολογείται η εξέγερση:
α) επί Φίλοφ από:
– βουλγαρική έκθεση της 5.10.1941 και 5.2.1942,
– ελληνική προκήρυξη της 22.12.1941,
– προκηρύξεις και τηλεγραφήματα (με επιφύλαξη) χωρίς χρονολογία, μαρτυρικές καταθέσεις Ελλήνων το 1942 και πρακτικά συνεδριάσεων του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου της βουλγαρικής Μητροπόλεως Στρωμνίτσης το 1943,
β) επί κομμουνιστικού καθεστώτος από:
– την έκθεση του Σιράκοφ και ανώνυμου αξιωματικού το 1946,
– διώξεις Βουλγάρων αξιωματικών του κομμουνιστικού καθεστώτος το 1949 και 1953 και
– καταδικαστικές αποφάσεις δικαστηρίων της Βουλγαρίας το 1949.
Έκτον, σε επιστολή της 15.9.1941 αξιωματικού συνδέσμου στο αρχηγείο Θεσσαλονίκης, αναφέρονται δυο προκηρύξεις «στις οποίες γίνεται λόγος για την προετοιμασία επιθέσεων εναντίον του βουλγαρικού πληθυσμού στην Αν. Μακεδονία και Δυτική Θράκη5».
Ως προς τη μορφή ή το είδος του, το εγχείρημα, σε καμιά περίπτωση δεν ήταν «επανάσταση», αφού δεν ήταν «εξέγερση ή απόπειρα για βίαιη ανατροπή του πολιτικού ή κοινωνικού καθεστώτος» ή «απόπειρα για αιφνίδια, ριζική μεταβολή με ξεσήκωμα του λαού».
Αντίθετα ήταν μια περιορισμένη σε στενό6 τοπικό επίπεδο απόπειρα με τα χαρακτηριστικά συνωμοτικού κινήματος, το οποίο διόγκωσε ο κατακτητής για να διευκολυνθεί στην πάγια απόφαση βουλγαροποίησης7 της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης.
Το είδος της αντίδρασης του ευρύτερου αριστερού ευρωπαϊκού χώρου, μπορεί ως ένα βαθμό να εξιχνιαστεί και μέσα από τη γενικότερη στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βουλγαρίας απέναντι στο αντίστοιχο της Ελλάδας και γενικότερα από τις προοπτικές που καλλιεργούσε το Κρεμλίνο στους συνοδοιπόρους του για επέκτασή στη Βαλκανική Χερσόνησο.
Επίσης, δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι το Κ.Κ.Ε. συνεργαζόταν για το σκοπό αυτό με όλα τα νόμιμα ή παράνομα κομμουνιστικά κόμματα των βαλκανικών χωρών, είτε αυτά προσποιούνταν ουδετερότητα είτε «έβλεπαν» στη Δύση ή την Ανατολή. Εξάλλου είναι γνωστή και έξω από κάθε αμφιβολία η συνεργασία8 του με τη Μόσχα και τους δορυφόρους της, όχι μόνο κατά την κατοχική περίοδο, αλλά και από τις δεκαετίες του ’20 και του ’30.
Ούτε η προβοκάτσια9 ούτε και η προσπάθεια αποστασιοποίησης του Κ.Κ.Ε. από το γεγονός μπορούν να τεκμηριωθούν, όταν ομολογείται ότι: «Όταν στην αρχή της Κατοχής η τοπική οργάνωση του Κ.Κ.Ε. του πρότεινε να συμμετάσχει στην προετοιμαζόμενη εξέγερση με το τμήμα του, ο Λεοντιάδης δέχτηκε ανεπιφύλακτα και πήρε μέρος, συλλαμβάνοντας μια ομάδα Βουλγάρων10» ή «οι πληροφορίες για την επικείμενη εξέγερση στη Δράμα πρέπει σίγουρα να είχαν φτάσει στο Μακεδονικό Γραφείο στη Θεσσαλονίκη και στο κλιμάκιό του στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, που έδρευε στις Σέρρες11». Και ακόμη όταν «Οι βουλγαρικές αρχές έλαβαν επίσης μια έκθεση12 για την επικείμενη εξέγερση από ένα Βούλγαρο πράκτορα στη Θεσσαλονίκη με τον κωδικό αριθμό 369913».
Ισχυρισμοί για «υπερβολές» και «ελλιπείς πληροφορίες» που επικαλούνται ειδικοί για το θέμα, όπως ο Σπ. Κουζινόπουλος, προσκρούουν καίρια στην κοινή λογική και τη σχέση «αιτίας-αποτελέσματος» που διέπει κατά κανόνα τα ιστορικά γεγονότα.
Αλλά και η περίπτωση επίκλησης του αιφνίδιου και του αυθόρμητου, για τα ίδια τα γεγονότα, όταν αποστούν από τις εκθεσιακές ομολογίες που γράφηκαν μετά τη δεκαετία του 1960, αφορά τον τρόπο εφαρμογής του σχεδίου παρά τη μορφή οργάνωσης του κινήματος.
Δεν είναι εξάλλου εύκολο να αποδεχθούν όλοι οι ασχολούμενοι με την έρευνα και μελέτη του κινήματος, ότι «έκλεισε» τελεσίδικα το θέμα της προβοκάτσιας μόνο με όσα επιλεκτικά μας παραδόθηκαν από τα στρατιωτικά Αρχεία της Βουλγαρίας, για τον απλούστατο λόγο ότι πέρα από αυτά μένει ανεπαρκώς ερευνημένος ο πολιτικό-ιδεολογικός χώρος του θέματος, δεδομένου ότι ο στρατός συνιστά εκτελεστικό όργανο των αποφάσεων της πολιτικής εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση ο Σφέτας στηρίζεται στα έγγραφα που του παραχώρησαν οι Βούλγαροι από τα στρατιωτικά απόρητα της χώρας.
Επ’ αυτού ο Σφέτας είναι ξεκάθαρος λέγοντας ότι ο σκοπός συγγραφής του βιβλίου του ήταν: «Να διαφανεί από τα στρατιωτικά βουλγαρικά Αρχεία, αν επρόκειτο για προβοκάτσια ή όχι». Το σκέλος του πολιτικού σχεδιασμού, του στόχου, της οργάνωσης και της εκτέλεσης του εγχειρήματος από τη βουλγαρική πλευρά πάσχει από ανεπάρκεια.
Αξίζει εδώ να σκεφτεί κανείς ότι σε πολυτελή βίλλα έξω από τη Μόσχα βρίσκεται από τη Μεταξική περίοδο (1934) ο Δημητρόφ, το δεξί χέρι του Στάλιν και Γραμματέας της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ειδικά αυτή την περίοδο (χειμώνας 1941-42) συζητιόταν στη Μόσχα θέματα βαλκανικής συνεργασίας, όπως μας πληροφορεί ο Μίλοβαν Τζίλας στις «Συνομιλίες με τον Στάλιν», (μετάφρ. Γ. Μανιατάκος), εκδ. Κ. Χ. Μαρινόπουλος, Αθήνα 1962, σελ. 144-147 και οι Βούλγαροι κομμουνιστές διέθεταν το ραδιοφωνικό σταθμό «Χρήστο Μπότεφ» στη Σ. Ένωση.
Είναι γνωστό ότι αφορμές μπορούν να αποδοθούν αυθαίρετα και με ευκολία από τους ισχυρούς προς τους εκάστοτε ανίσχυρους, από τους κυρίους προς τους δούλους. Με τον τρόπο αυτό οι κατακτητές είχαν κάθε άνεση να επικαλούνται αυθαιρεσίες των Ελλήνων, προκειμένου να δικαιολογήσουν τη σκληρότητά τους σε μέτρα καταδυνάστευσης. Είναι οι μόνοι που δεν έχουν ή σχεδόν δεν έχουν να δώσουν λόγο, όσο κατέχουν τη θέση κατακτητή και μάλιστα θέση δοτή και χαριστική προς το βασιλιά Βόρι από τον ίδιο το Χίτλερ.
Από το αυτονόητο μεταφερόμαστε στο αντίθετο που είναι προϊόν υπολογισμού και περίσκεψης. Επικράτησε και η καθιερωμένη βεβαιότητα ότι, η βιασύνη, η απροσεξία, η επιπολαιότητα κλπ. του κατακτημένου έχει κατά κανόνα οδυνηρές συνέπειες. Υπάρχουν άφθονα παραδείγματα στην ιστορία παρόμοιων κινημάτων που πνίγηκαν στο αίμα.
Από εκεί και πέρα η ηθική αυτουργία ή η άμεση συνέργεια παραπέμπει κατ’ ευθείαν και πολύ γενικευμένα στην πλευρά των κατακτημένων, οι οποίοι είναι πλέον υποχρεωμένοι να αποδώσουν την πράξη τους, αρχικά σε ιδεολογικό χώρο και στη συνέχεια σε συγκεκριμένα πρόσωπά του.
Όλοι, μέσα και έξω γνωρίζουν, πως η χώρα είναι διχασμένη ιδεολογικά σε δυο βασικά μέρη, την Δεξιά και την Αριστερά, όχι απλά από την μεταξική περίοδο, που την επικαλείται με τη μεγαλύτερη συχνότητα, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Αριστερά (παρόλο που ο διχασμός έχει επίσημο όριο πιο πέρα, αλλά και από την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία τουλάχιστον από το 1917).
Όσο για τις φάσεις εκδήλωσης του διχασμού, μάρτυρες αδιάψευστοι είναι όλα σχεδόν τα μαζικά συλλαλητήρια και κινήματα των καπνεργατών και των λιμενεργατών στα μεγάλα λιμάνια του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, του Βόλου, της Καβάλας, της Δράμας και του Αγρινίου στην ενδοχώρα από το 1909 ως το 1934, όταν με κοινοβουλευτικά παιχνίδια των κομμάτων καλλιεργήθηκε το έδαφος για την άνοδο του Ιωάννη Μεταξά στην εξουσία.
Απομένει το δυσκολότερο κομμάτι του καταλογισμού σε μια από τις δυο πολιτικές ιδεολογικές συσπειρώσεις, οι οποίες με τη σειρά τους είναι δεμένες σε αντίπαλες δυνάμεις του Εξωτερικού ανατολικές και δυτικές, χαρακτηριστικά που συνοδεύουν κατά κανόνα την κακή μοίρα των αδύναμων.
Παραδοσιακά, όταν πέφτει το βαρύ πέπλο της σκλαβιάς, το πυκνό και μόνιμο σκοτάδι, δεν το ανέχονται οι ελεύθεροι άνθρωποι. Αργά ή γρήγορα θα αναζητήσουν τρόπους απαλλαγής μέσα από συνασπισμούς, φανερές ή κρυφές συμπράξεις και συμφωνίες ή από εκπόνηση σχεδίων βίαιης ανατροπής.
1 Σφέτας Σπ., Η ατυχής εξέγερση της Δράμας 1941 κατά τα βουλγαρικά στρατιωτικά Αρχεία, εκδ. Κυριακίδη 2017.
2 ό.π. οπισθόφυλλο.
3 Η οργάνωση του ΕΑΜ ιδρύθηκε στις 27 Σεπτ. 1941 στην Αθήνα.
4 Σπύρος Κουζινόπουλος, ΔΡΑΜΑ 1941 Μια παρεξηγημένη εξέγερση, εκδ. Καστανιώτη 2010, σελ. 15, 291, οπισθόφυλλο.
5 Σπ. Σφέτας, ό.π. σελ. 68.
6 Ούτε η Καβάλα, ούτε η Ξάνθη, ούτε οι Σέρρες κινήθηκαν. Από άγνοια ή από επίγνωση;
7 Απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου του Βασιλείου της Βουλγαρίας αριθ. 31/5.6.1942-Φ.Ε.Κ. 124/10.6.1924 περί ιθαγένειας. Είχαν διατεθεί για την εφαρμογή του μέτρου και έντυπες υπεύθυνες δηλώσεις με τις οποίες καλούσαν οι αρχές προσωπικά τους Έλληνες να συμπληρώσουν και να υπογράψουν με τη βοήθεια βουλγαρομαθών. (δες Θεοφ. Χατζηθεοδωρίδη, Το Πέρασμα, Αθήνα 1997, σελ. 170).
8 Υπηρέτησαν το Κ.Κ.Ε. από τη Σοβ. Ένωση όπου είχαν σταλεί στη δεκαετία του ’20 και του ’30 και βρέθηκαν στο Γραφείο Κ.Κ.Ε. στη Θεσσαλονίκη και στην Ανατολική Μακεδονία την εποχή του κινήματος της Δράμας οι: Βαγγέλης Βασβανάς, Παρασκευάς Δράκος, Νίκος Ζαχαριάδης, Λεωνίδας Στρίγκος κ.ά.
9 Ο Σπ. Σφέτας, ενώ ισχυρίζεται ότι το θέμα προβοκάτσια «έκλεισε», γράφει «δεν προκύπτει ότι η εξέγερση ήταν προβοκάτσια υπό την έννοια ότι οι Βούλγαροι πράκτορες, αυτοεμφανιζόμενοι ως κομμουνιστές, ήρθαν σε επαφή με Έλληνες και Βούλγαρους σε κοινό αδελφικό αγώνα κατά του φασισμού και διαδίδοντας ότι στη Βουλγαρία εκδηλώθηκε αντιφασιστική εξέγερση». Γεννιέται όμως το ερώτημα πώς συμβιβάζεται η τελική άποψη για προβοκάτσια, όταν ο ίδιος δέχεται ταυτόχρονα ότι «ο ρόλος των βουλγαρικών αρχών δεν έχει αποσαφηνιστεί στην υποκίνηση της εξέγερσης».
10 Σπ. Κουζινόπουλος, σελ. 376,
11 Σπ. Κουζινόπουλος, σελ. 106.
12 Που γράφηκε την 1η Σεπτ. 1941 και έφτασε στη Σόφια 15 μέρες πριν από το κίνημα, ό.π. σελ.107..
13 ό.π. σελ. 197.
[…] post Το Κίνημα της Δράμας – 29 Σεπτεμβρίου 1941 appeared first on Χρονικά της […]