Του Νικόλαου Θ. Γεωργιάδη, διδάκτορα Ιστορίας, αντιπροέδρου Θρακικής Εστίας Δράμας.
Η Θράκη, ο γεωγραφικός προμαχώνας της Κωνσταντινούπολης, κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς από τα μέσα της δεκαετίας του 1350 μέχρι και τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1370. Συγκεκριμένα, οι Οθωμανοί εκμεταλλεύτηκαν τον σεισμό της 2ας Μαρτίου 1354, κατέλαβαν την έρημη από κατοίκους Καλλίπολη, την εποίκισαν και την οχύρωσαν ξανά καθιστώντας την πόλη αυτή στρατηγικό προγεφύρωμα για την ταχεία προέλασή τους στα Βαλκάνια. Κατέκτησαν τη Θράκη: το Διδυμότειχο (1361), την Αδριανούπολη (1362), τη Φιλιππούπολη (1363), την Κομοτηνή (1363), την Ξάνθη (1375), όπως επίσης λίγο αργότερα και την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας: τη Χριστούπολη (Καβάλα), τη Δράμα και τις Σέρρες (1383).
Η κατάκτηση της Θράκης από τους Οθωμανούς πραγματοποιήθηκε στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, αλλά η κυριαρχία τους στη γεωγραφική αυτή ενότητα κλονίστηκε αιώνες αργότερα, αρχικά στα τέλη του 19ου και κυρίως στις αρχές του 20ού αιώνα. Μετά την ίδρυση του βουλγαρικού κράτους (1878) αλλά και την ενσωμάτωση σε αυτό της Ανατολικής Ρωμυλίας-Βόρειας Θράκης (1885), στην οθωμανική κυριαρχία παρέμενε η Ανατολική και η Δυτική Θράκη. Από το 1906 μέχρι το 1912 διήρκεσε ο Θρακικός Αγώνας, όπως στη Μακεδονία ο Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908). Ηγέτες των Θρακιωτών ήταν οι απεσταλμένοι από την ελεύθερη Ελλάδα Γεώργιος Κονδύλης, Στυλιανός Γονατάς και Ίων Δραγούμης, οι οποίοι οργάνωσαν αντάρτικα τμήματα Θρακιωτών με σκοπό την προστασία των υπόδουλων Ελλήνων της Θράκης από τους Βουλγάρους και τους Τούρκους.
Τον Οκτώβριο του 1912, κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1912-1913), η Βουλγαρία κατέκτησε τα οθωμανοκρατούμενα εδάφη της Θράκης, κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1913) όμως ο ελληνικός στρατός εισήλθε ελευθερωτής στην περιοχή της Ροδόπης στις 14 Ιουλίου 1913. Λίγο αργότερα, στις 19 Αυγούστου 1913, αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει λόγω της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913) που επικύρωσε στους Βουλγάρους τη Δυτική Θράκη και στους Τούρκους την Ανατολική Θράκη. Την περίοδο 31 Αυγούστου-25 Οκτωβρίου 1913 διήρκεσε η Αυτόνομη Κυβέρνηση της Δυτικής Θράκης (από τον Έβρο μέχρι τον Νέστο και από τη Ροδόπη μέχρι το Αιγαίο), την οποία στήριξαν οι χριστιανοί (Έλληνες, Αρμένιοι) και μουσουλμάνοι (Τούρκοι, Πομάκοι) κάτοικοί της ενάντια στη βουλγαρική εθνικιστική δράση που είχε ως στόχο τον βίαιο εκβουλγαρισμό τους.
Ακολούθησε η συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας (29 Σεπτεμβρίου 1918) με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) και αναπόφευκτα ηγέρθη ζήτημα κυριαρχίας της στη Δυτική Θράκη, ζήτημα το οποίο έμελλε να αποτελέσει αντικείμενο διπλωματικών διαδικασιών σε διεθνές επίπεδο. Πάντως, το πρωί της 4ης Οκτωβρίου 1919 Έλληνες στρατιώτες, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Ξανθιώτης ανθυπολοχαγός Μηχανικού Γαβριήλ Λαδάς, με διαταγή του υποστράτηγου της 9ης Μεραρχίας Σερρών Γεώργιου Λεοναρδόπουλου, εισήλθαν στην πόλη της Ξάνθης και την απελευθέρωσαν.
Τελικά, με τη Συνθήκη του Νεϊγύ (27 Νοεμβρίου 1919) η Δυτική Θράκη αφαιρέθηκε από τη Βουλγαρία και υπήχθη μέχρι της διευθέτησης της οριστικής τύχης της υπό την εποπτεία του αρχιστράτηγου των συμμαχικών δυνάμεων της Ανατολής Γάλλου Louis Franchet d’ Espèrey, ενώ ο επίσης Γάλλος στρατηγός Charles Antoine Charpy ανέλαβε τη στρατιωτική και πολιτική διοίκηση του νέου διασυμμαχικού κράτους (Thrace Interalliée), με πρωτεύουσα την Κομοτηνή, από τις 10 Οκτωβρίου 1919. Κυβερνητικός αντιπρόσωπος της Ελλάδας στη Διασυμμαχική Διοίκηση της Θράκης τοποθετήθηκε ο Χαρίσιος Βαμβακάς, έμπιστος συνεργάτης του πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελευθέριου Βενιζέλου.
Η συμβολή του Βαμβακά στο ζήτημα της Δυτικής Θράκης ήταν καθοριστική. Ο καταγόμενος από την Κοζάνη πολιτικός κατάφερε να επαναπατριστούν Έλληνες πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα λόγω της βουλγαρικής κυριαρχίας (1912-1919) στη Δυτική Θράκη αλλά και με διπλωματικό τρόπο να προσεγγίσει τους μουσουλμάνους της περιοχής εκμεταλλευόμενος τη διαίρεσή τους σε δύο τάσεις. Μία τάση συνιστούσαν οι κοσμικοί Τούρκοι εθνικιστές του τουρκικού Θρακικού Κομιτάτου, που ήθελαν διενέργεια δημοψηφίσματος στη Δυτική Θράκη με σκοπό την αυτονόμηση της περιοχής. Η άλλη τάση, οι παλαιομουσουλμάνοι, που αποτελούσε την πλειονότητα των μουσουλμάνων, επιθυμούσε την αποτίναξη του βουλγαρικού ζυγού και επειδή συνειδητοποιούσε τη μη δυνατότητα επιστροφής στην οθωμανική κυριαρχία, ήταν πρόθυμη να έλθει σε συνεννόηση με τους Έλληνες. Έτσι, όταν το τουρκικό Θρακικό Κομιτάτο συμμάχησε με τους Βουλγάρους, προκάλεσε την έντονη αντίδραση της πλειοψηφούσας τάσης των μουσουλμάνων. Εξαιτίας αυτής της διάστασης απόψεων στους κόλπους των μουσουλμάνων ο Βαμβακάς κατάφερε στις 22 Μαρτίου 1920 να εκλεγεί πρόεδρος του Ανωτάτου Διοικητικού Συμβουλίου ο γαλλομαθής Έλληνας από το Καραγάτς της Αδριανούπολης Εμμανουήλ Δουλάς και καθώς στην τετραμελή Διαρκή Επιτροπή υπήρχαν δύο Έλληνες, η διασυμμαχική διοίκηση ουσιαστικά πέρασε στα χέρια των Ελλήνων.
Μετά τη Διάσκεψη Κορυφής στο Σαν Ρέμο (18-24 Απριλίου 1920) η Entente (Αντάντ) επέτρεψε στην Ελλάδα να προχωρήσει στην κατάληψη της Δυτικής Θράκης. Ακολούθως, τα ξημερώματα της 14ης Μαΐου 1920 τα στρατοπεδευμένα έξω από τον Πολύανθο Ροδόπης ελληνικά στρατεύματα της 9ης Μεραρχίας Σερρών με διοικητή τον Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη έλαβαν διαταγή να κινηθούν προς την Κομοτηνή και το πρωί εισήλθαν στην πόλη. Την ίδια ημέρα, νηοπομπή είκοσι δύο φορτηγών πλοίων αποβίβασε τη (12η) Μεραρχία Ξάνθης, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Κωνσταντίνου Μαζαράκη-Αινιάν, στο Δεδέ Αγάτς-Αλεξανδρούπολη όπου ύψωσε την ελληνική σημαία. Η απελευθέρωση των θρακικών εδαφών από τον Νέστο μέχρι τον Έβρο επικυρώθηκε με τη Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920), με τη οποία η Βουλγαρία παραχωρούσε τη Δυτική Θράκη στην Ελλάδα, και με τη Συνθήκη της Λοζάνης (24 Ιουλίου 1923), με την οποία η Τουρκία αποδέχτηκε την ελληνική κυριαρχία αλλά και την ύπαρξη μουσουλμανικής (όχι τουρκικής) μειονότητας στην περιοχή αυτή.