Του Βασίλη Τσιαμπούση
Μέρος Β’
Στο προχθεσινό μου άρθρο στα «Χρονικά της Δράμας» διατύπωσα τη γνώμη ότι, εφόσον ο Τραμπ υπέγραψε την αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν, η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν είχε λόγο να μην εφαρμόσει την απόφαση και να μην τελειώσει έναν πόλεμο που δεν ήθελε κανείς στις Η.Π.Α. Έτσι, ο Μπάιντεν ήταν σίγουρος ότι δεν θα δεχόταν επικρίσεις από τους Ρεπουμπλικάνους, όποιες κι αν ήταν οι επιπτώσεις της αποχώρησης. Νόμισε, δηλαδή, ότι δεν θα είχε πολιτικό κόστος. «Εσείς, κύριοι, το αποφασίσατε, εγώ το υλοποιώ».
Μόνο που ο νυν πρόεδρος δεν υπολόγισε τον παράγοντα «χρόνος», την ταχύτητα εξέλιξης των γεγονότων, ότι δηλαδή η κατάρρευση του Αφγανιστάν θα ήταν τόσο γρήγορη και οι εικόνες καταστροφής και πανικού θα ήταν τόσο σκληρές και βίαιες, που θα προκαλούσαν οργή σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο.
Φυσικά, για την απόφαση αποχώρησης των Αμερικανών μέτρησε κυρίως το ότι επρόκειτο για μία υπόθεση καταδικασμένη. Γιατί παρά τα χρήματα που ξοδεύτηκαν, τα όπλα που δόθηκαν, την τεχνογνωσία και τους συμβούλους, τη δημιουργία στρατιωτικών βάσεων από τις ξένες δυνάμεις, το Αφγανιστάν αποδείχτηκε ότι δεν μπορεί να γίνει οργανωμένο κράτος και, προπαντός, κράτος δικαίου, ούτε μπορεί να προοδέψει οικονομικά, αν και έχει ένα πλουσιότατο υπέδαφος με ορυκτά που αξίζουν τρισεκατομμύρια.
Οι New York Times, προσπαθώντας να αιτιολογήσουν τους λόγους της ταχύτατης κατάρρευσης της χώρας, γράφουν ότι στο Αφγανιστάν ο πιο μισητός θεσμός ήταν η Αστυνομία, λόγω της απροκάλυπτης διαφθοράς των ανδρών της. Διάφοροι άλλοι περιγράφουν με τα μελανότερα χρώματα τις συστηματικές λεηλασίες που έκαναν στρατιώτες και αξιωματικοί του στρατού σε όλη την επικράτεια, όλα αυτά τα έτη. Η κλεψιά και οι αυθαιρεσίες ήταν συνηθισμένες ακόμα και από τα μέλη της Κυβέρνησης, ώστε πολλοί Αφγανοί διερωτούνταν μήπως θα ήταν καλύτερα να ερχόταν, τελικά, μια κυβέρνηση των Ταλιμπάν. Και διάφοροι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν αποκαλύψει ότι από καιρό υπήρχαν μυστικές εκθέσεις των δικών τους υπηρεσιών, στις οποίες διατυπωνόταν η εκτίμηση ότι οι Αφγανοί δεν επρόκειτο να πολεμήσουν τους Ταλιμπάν, αν έφευγαν οι Αμερικανοί.
Ωστόσο, δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για το ότι η υπόθεση κατέληξε σε τέτοιο χάος, σε τέτοιο φιάσκο. Και ένα από τα χειρότερα είναι ότι οι Αμερικανοί δεν μερίμνησαν για τη σωτηρία όλων εκείνων που δούλεψαν γι’ αυτούς και τους «συμμάχους» (έστω και αν, κάτω από την παγκόσμια κατακραυγή, γίνονται πλέον τιτάνιες προσπάθειες να φυγαδευτεί όλος αυτός ο κόσμος).
Συγκεκριμένα, αναρίθμητοι Αφγανοί που επί χρόνια συνεργάστηκαν με τους στρατιώτες των ξένων δυνάμεων, τους πολιτικούς οργανισμούς, τις οργανώσεις αρωγής, τους δημοσιογράφους, τις πρεσβείες, βρέθηκαν να κινδυνεύουν με βασανιστήρια και εκτέλεση, τώρα που οι Ταλιμπάν μπήκαν στην Καμπούλ. Και αυτό είναι μία μεγάλη αχαριστία εκ μέρους των «συμμάχων».
Τελείως τραγελαφική, όμως, είναι και η πολιτική εκμετάλλευση της τραγωδίας από το στρατόπεδο του Τραμπ και των Ρεπουμπλικάνων, που μόνο αηδία προκαλεί. Γιατί, όταν υπάρχει τόση ανοργανωσιά και τόση προχειρότητα, τόση βιασύνη για την αποχώρηση των «συμμάχων», σαν να ήρθε το τέλος του κόσμου, τόση κυνικότητα, λυπάμαι αλλά… δεν φταίει ο Αμερικανικός Στρατός, δεν φταίνε τα υπουργεία και οι σύμβουλοι, δεν φταίει ο Πρόεδρος, δεν φταίει η κοινή γνώμη. Φταίει όλη η Αμερική ως κράτος, γιατί δεν έχει πια αξίες και, παρά τις διακηρύξεις, δεν έχει καμιά διάθεση να εφαρμόσει πολιτικές αλληλεγγύης, όπως συνέβαινε πριν από 70 χρόνια. Επομένως, σήμερα, κανείς απ’ όλους τους παραπάνω, και άλλους που γαβγίζουν, δεν μπορεί να παριστάνει τον αθώο ή να κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του. Γιατί, απλούστατα, φταίνε όλοι μαζί.