Όπως οι «παλιοί» αναβίωναν με ακλόνητη πίστη στα πάτρια
Της Νόρας Κωνσταντινίδου
«Οι ημέρες που βιώσαμε, αλλά και αυτές που εικάζεται να έρθουν, και μακάρι να τις ζήσουμε, επιβαρύνονται με τη «δαμόκλειο σπάθη του κορωνοϊού» πάνω από τα κεφάλια μας. Πλησιάζουν όμως τα Χριστούγεννα και ο νους που γνωρίζει πολλούς ατροπούς να μας αποπροσανατολίζει για χάρη της στιγμιαίας ανακούφισης μάς οδηγεί στις ανηφοριές με τις νοσταλγικές θύμισες και με το «Δόξα σοι» στο στόμα να δώσουμε ευκαιρίες στους αναλογισμούς, που γίνονται αναπόφευκτα επίμονες στις μέρες μας».
Τέτοιες ώρες, τέτοια λεπτά της ώρας και κάποια ανεξέλεγκτα δευτερόλεπτα ο νους τρέχει στις πρώτες παιδιάστικες θύμισες. Τότε που Χριστούγεννα ήταν πολλά πράγματα μαζί: Ήταν η νηστεία των προηγούμενων ημερών. Ήταν η αδημονία του ιερέα που μετρούσε τις μέρες που λιγόστευαν με τους κτύπους της καμπάνας στους εσπερινούς ενισχύοντας την αντίστροφή μέτρηση στο λιγοστό της προσμονή μας. Ήταν οι αλληλουχίες από απανωτές μυρωδιές του σπιτιού, του φούρνου, της γειτονιάς, των δρόμων, από το γνωστό καβουρδισμένο κρέας για την ανεπηρέαστη αντοχή του στον χρόνο. Ήταν οι οσμές από τα τουρσιά και τα παστά που έβγαζαν οι νοικοκυρές απ’ τις καταπακτές και τα εναπόθεταν στα προσήλια μέρη του σπιτιού για να «χορτάσουν ήλιο». Κι εκείνα, υποχρεωμένα θαρρεί κανείς απέναντι μας, βιάζονταν να αποδώσουν ευχαριστίες με ευωδιές. Όσο γνωστές, τόσο της όρεξης ήταν. Ήταν τα γλυκά του ταψιού με τον γλυκάνισο, τη βανίλια και την κανέλα αρωματισμένα. Από κοντά και τα ζυμωτά στις πινακωτές, βαλμένα και φουρνισμένα σε ζεστούς φούρνους, απέδιδαν μυρωδιές αξέχαστες από την ψημένη κόρα. Ήταν τιμή του νοικοκύρη για την επάρκεια και της νοικοκυράς χαρά στην από Θεού ευλογία.
Όσο για τις γενικότερες και τις πλησιέστερες προετοιμασίες, αυτές στο σύνολό τους είχαν το γνώρισμα από την απόρροια της άδολης πίστης στον Θεό και την Παναγιά, από την προσήλωση στην παράδοση και το γνώρισμα από την ομορφιά και την ομόνοια των οικείων να βλέπουν προς την ίδια κατεύθυνση, ανεδίδακτη κοινή έκφραση αγάπης των μελών της οικογένειας. Όμοια ξεχωριστές λογαριάζει κανείς με τις παραδειγματικές, περιγραφικές πορείες της οικογένειας για τον εκκλησιασμό μέσα στη νύχτα. Ήταν η ένδειξη της βαθιάς πίστης που οδηγούσε μπρος στην απόλαυση των ψαλμών στην ιερή ακολουθία που κατέληγε στο άγιο βήμα για τη θεία κοινωνία. Ύστερα από τη συγχωρητήρια της Εξομολόγησης ευχή την οποία διάβαζε για να ακούσουν όλοι ο ταπεινός ιερέας, αφού προκαταβολικά άπλωνε (χωρίς διάκριση κι όσο μπορούσε μακρύτερα, πάνω στα κεφάλια των πολλών) το μακρύ πετραχήλι του, διαμοίραζε στη συνέχεια με ιερή προσήλωση τη θεία κοινωνία. Με την απόλυση του εκκλησιάσματος η λύση για τη διανομή των ευχών αυγάτιζε την αγάπη. Ήταν όλα προσανατολισμένα στα πλαίσια του πνεύματος των Χριστουγέννων.
Γι’ αυτό και βιαστικά, σχεδόν έτρεχαν να δώσουν το παρόν στον παππού και τη γιαγιά, ανήμερα οπωσδήποτε. Εκεί, στο πατρογονικό σπίτι, η συνάθροιση ήταν μεγάλη και ο ενθουσιασμός, η χαρά και το κέφι από τα αλλοτινά Χριστούγεννα μια επανάληψη με την ίδια γεύση πάντα, χωρίς ποτέ κανένας να διαμαρτύρεται. Με το πρώτο ποτήρι από κρασί ή και από ρακή η ευθυμία έτρεχε να τους συναντήσει, αφού εκείνης (της ευθυμούλας) τα πόδια δεν έτρεμαν. Δεν κράτησε δα νηστεία σαράντα ημέρες! Τότε ήταν που ο υπέργηρος παππούς (άτρωτος στο ποτό) έπαιρνε στα χέρια του τη λύρα. Έπαιζε και τραγουδούσε. Τραγούδια «τη πατρίδας», με τη γιαγιά καθισμένη παραδίπλα να καμαρώνει και να τον παινεύει για το μέγεθος της μνήμης του. Μαζί του σιγοτραγουδούσαν οι μεγάλοι ή σιγομουρμούριζαν οι μικροί. Ωστόσο, όσοι επιθυμούσαν τα περισσότερα έστηναν τον χορό. Ήταν η ημέρα της αγάπης και τα συγγενικά μέλη από το ονομαστό σόι, πρόσχαροι από το ξανά αντάμωμα, πάσχιζαν να δώσουν χαρά και να πάρουν χαρά. Οι νεαροί από την πλευρά τους απολάμβαναν ίσα δικαιώματα. Γι’ αυτό και στα στερνά ο μικρότερος του σπιτιού, άπραγος για ώρες, ξεσπούσε στα ξεφωνητά: «Αφήστε με να πω το ποίημά μου» έλεγε και έκλαιγε. Ομόφωνη ήταν η προτροπή και ο μικρός έφερε τη σχολική χριστουγεννιάτικη γιορτή στα πόδια τους:
«Νάμουν του σταύλου ένα άχυρο
ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα που άνοιξε ο Χριστός
στον ήλιο του το μάτι».
Με το τέλος όλων των στίχων τα χειροκροτήματα «έπεφταν βροχή». Αλλά ο μικρός δεν τελείωνε. Η δασκάλα έμαθε σε όλους να λένε τις στερεότυπες ευχές. Και το παιδί δεν ήθελε να δείξει ανυπακοή, ακόμη και με την απουσία της. Ανταποκρινόταν λίγο ντροπαλά, αρκετά πιστικά, ολότελα καθαρά: «Καλά Χριστούγεννα. Χρόνια πολλά».
Έτσι ήταν και έτσι θα είναι. Υπομονή.