Εξετάσεις αίματος σε πρόσωπα με υπερλιπιδαιμία: Τι είναι απαραίτητο και πότε;

1
5799

Αχιλλέας ΠαπαδόπουλοςΤου Αχιλλέα Παπαδόπουλου,
Ειδικού Καρδιολόγου


 

Μέρος Α’

 

Στη διάρκεια της αρχικής εξέτασης και στη συνέχεια της παρακολούθησης ενός ασθενούς με κάποια μορφή υπερλιπιδαιμίας είναι πολύ συχνή η παραγγελία εξετάσεων από την πλευρά του θεράποντος ιατρού. Είτε ο ασθενής λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή είτε όχι, κάποιες από τις εξετάσεις αυτές είναι πραγματικά απαραίτητες, ενώ κάποιες άλλες περιττές και συχνά ο ιατρός της ζητάει από συνήθεια ή ενίοτε από κακή πληροφόρηση. Όμως, η πρακτική αυτή δημιουργεί αρκετά προβλήματα: από τη μία πλευρά, το δημόσιο σύστημα υγείας επιβαρύνεται με το δυσβάσταχτο κόστος εργαστηριακών εξετάσεων, την ίδια στιγμή που η οικονομική κρίση το αναγκάζει να στερεί πόρους από εκεί όπου είναι πραγματικά απαραίτητοι. Από την άλλη πλευρά, οι τακτικές αιματολογικές εξετάσεις, που δεν χρειάζονται, οδηγούν σε απώλεια χρόνου και χρήματος τα πρόσωπα τα οποία υποβάλλονται σε αυτές, ενώ παράλληλα τους δημιουργούν την εσφαλμένη εντύπωση ότι πάσχουν από σοβαρό και χρόνιο νόσημα.
Σε κάποιον ασθενή με υπερλιπιδαιμία που πρόκειται να αρχίσει υπολιπιδαιμική θεραπεία, δηλαδή μείωση της «κακής» χοληστερίνης κ.α., είναι λογικό να γίνουν πριν από την έναρξή της τουλάχιστον δύο μετρήσεις με διαφορά 1 έως 12 εβδομάδων, προκειμένου να τεκμηριωθεί με ακρίβεια το πρόβλημα και να διαπιστωθούν εργαστηριακά λάθη, που δεν είναι σπάνια. Αυτό, βέβαια, δεν αφορά τους ασθενείς με εξαιρετικά υψηλές τιμές χοληστερίνης και μάλιστα μετά από οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, που πρέπει να αρχίσουν άμεσα υπολιπιδαιμική θεραπεία. Καινούργια εξέταση αίματος πρέπει να γίνεται 4 με 12 εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας, καθώς και 4 με 12 εβδομάδες μετά από κάθε αλλαγή της δόσης ή του φαρμάκου που χρησιμοποιείται, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η επίτευξη των στόχων της θεραπείας. Από τη στιγμή που οι στόχοι έχουν επιτευχθεί, η ολική χοληστερίνη, τα τριγλυκερίδια, η «κακή» LDL χοληστερίνη και η HDL χοληστερίνη καλό είναι να μετριούνται μία φορά τον χρόνο.
Πολύ μεγάλη κουβέντα έχει γίνει τα τελευταία χρόνια για την επίδραση των φαρμάκων για τη χοληστερίνη και κυρίως των στατινών στη λειτουργία του ήπατος. Οι στατίνες μπορεί να αυξήσουν τα ηπατικά ένζυμα, δηλαδή της τρανσαμινάσες, όμως αυτή η αύξηση δεν αντιστοιχεί σε υπατική βλάβη και είναι αναστρέψιμη με τη διακοπή της θεραπείας. Επίσης, πολλές φορές γίνεται στο πλαίσιο της λιπώδους διήθησης του ήπατος, που χαρακτηρίζει τους ασθενείς με υπερλιπιδαιμία και δεν έχει καμία αιτιολογική σχέση με τη θεραπεία με στατίνες. Σε κάθε περίπτωση, η μέτρηση των τρανσαμινασών πρέπει να γίνεται πριν από την έναρξη της θεραπείας, 8 εβδομάδες μετά την έναρξη ή οποιοδήποτε αλλαγή της δόσης και, αν δεν υπάρχει κάποια μεγάλη αύξηση, να επαναλαμβάνεται μία φορά τον χρόνο. Αν σε κάποια μέτρηση υπάρξει αύξηση πάνω από το τριπλάσιο των ανωτέρων φυσιολογικών τιμών, η στατίνη θα πρέπει να σταματήσει ή να μειωθεί η δόση της και να γίνει καινούργιος έλεγχος σε 4 με 6 εβδομάδες. Στην περίπτωση που οι τρανσαμινάσες έχουν επανέλθει στο φυσιολογικό, αρχίζουμε και πάλι τη θεραπεία προσεκτικά, χρησιμοποιώντας μικρότερη δόση ή άλλη στατίνη.

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!