Της Νόρας Κωνσταντινίδου
Στις 8 Οκτωβρίου 1987 πέθανε στην Αθήνα στην οποία γεννήθηκε το 1899 ο Κωνσταντίνος Δημητρίου Τσάτσος στην ηλικία των 88 χρόνων. Σε έγκυρη εγκυκλοπαίδεια που κυκλοφορεί γράφεται σχετικά για τον μεγάλο εκλιπόντα: «Μολονότι ακμαιότατος ως το βαθύ του γήρας είχε προσβληθεί από καρκίνο, που κατέστησε πλέον επώδυνο το τέλος του». Την παραμονή του θανάτου του (7 Οκτωβρίου 1987), ο πρώτος εκλεγμένος Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος έγραψε σε απλό λευκό χαρτί μία αποχαιρετιστήρια επιστολή με παραλήπτη τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η επιστολή που είναι η τελευταία της ζωής του ογδόντα οκτάχρονου Τσάτσου αναγνωρίζεται ως η πλησιέστερη που έβαλε την τελεία και την παύλα στον πολυσέλιδο γραπτό του λόγο. Το τρεμάμενο χέρι του αποστολέα, εξαιτίας των συνθηκών της γραφής του, όπως η επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του παραμονές της αποδημίας του, έχει παραλλάσει μερικώς τον γραφικό του χαρακτήρα. Γίνεται, ωστόσο, όπως κι αν έχει, μάρτυρας στην εθελούσια αναζήτηση της επικοινωνίας του με τους ανθρώπους γενικότερα, με τους οικείους του και τους φίλους του ειδικότερα.
Η άγνωστη χειρόγραφη επιστολή του εκλιπόντος Κωνσταντίνου Τσάτσου γράφτηκε για να διαβαστεί από επιλεγμένο φίλο. Γι’ αυτό και επιτυχημένα βρήκε τον αποδέκτη του και εύστοχα διαβάσθηκε σε προσιτό εκκλησιαστικό χώρο, όπως στα αποκαλυπτήρια της προτομής του. Η προτομή για την οποία γίνεται λόγος αποτελεί έργο του καλλιτέχνη Γιάννη Παππά. Από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας και παραλήπτη του γράμματος, τον αείμνηστο σήμερα Κωνσταντίνο Καραμανλή, έγιναν τα αποκαλυπτήρια, το Μάρτιο του 1997 (ένα χρόνο μετά την ταφή της ελληνοπρεπέστερης μορφής της Νεοελληνικής γραμματείας στην Ελλάδα). Η προτομή έχει τοποθετηθεί στον μικρό κήπο του ιερού ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην Πλάκα, στην οδό Κυδαθηναίων, όπου η κατοικία του ζεύγους Κωνσταντίνου και Ιωάννας.
Αποσπάσματα από τη χειρόγραφη επιστολή του Κωνσταντίνου Τσάτσου, η οποία παραμένει και είναι ο συνδετικός κρίκος της φιλίας των δύο ανδρών, (Καραμανλή – Τσάτσου) μεταφέρονται αμέσως παρακάτω: Υπολογίζονται ως μνήμη ή καλύτερα ως επετειακή ενθύμηση της ημέρας που έχει αποδημήσει στην άλλη ζωή ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και η οποία παρέχει την αφορμή (μεταξύ των άλλων) για να γίνει επίκληση της κλασσικής ευχής, που είναι το «Αιώνια η μνήμη του». Γράφει συνοπτικά ο λογιότατος στην επιστολή του:
«Επειδή στην ηλικία που βρίσκομαι είναι κάθε στιγμή πιθανά ή ένα απότομο τέλος ή μια αναπηρία, που θα με εμποδίζει πια να εκφρασθώ, θέλω με τούτο το αποχαιρετιστήριο μήνυμα, που προεξοφλεί τη φιλία μας ως την τελευταία ώρα, να σε ευχαριστήσω σαν Έλληνας για όσα έκανες για τον τόπο μας, και σαν άτομο για τη φιλία και την εμπιστοσύνη με τις οποίες με τίμησες και χάρη στις οποίες μπόρεσα πλάι σου και εγώ κάτι να προσφέρω.
»Εύχομαι όταν θα ανοίξεις αυτό το γράμμα να είναι οι ημέρες για τον τόπο μας καλύτερες από εκείνες που περνάμε τώρα που σου γράφω.
»Ο Θεός να σου δίνει χρόνους για το καλό της Ελλάδος».
Οι ευχές που διατυπώνονται στην κατακλείδα της επιστολής εκφράζουν επιφυλάξεις για τις «καλύτερες μέρες» που εναλλάσσονται πανομοιότυπες και χρήζουν ευχών και προσευχών.
Η κοινωνική και πολιτική δράση του Κωνσταντίνου Τσάτσου προστιθέμενη στο συγγραφικό του έργο συνδράμουν στην εικόνα της «προσωπικής ταυτότητάς» του. Συνθέτουν αρμονικά το «Μέτρον ενός ανθρώπου» (όπως πετυχημένα έχει τιτλοφορήσει το κείμενο-πορτρέτο του αξέχαστου διανοητή η κυρία Μαρία Καραβία). Επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά η κατάκτηση των χαρακτηρισμών που κέρδισε από μια οργανωμένη ζωή και από μια μόνιμη επιδίωξη για πληρέστερη μαθητεία, για να προσεταιρισθεί τους τίτλους πανεπιστημιακός, δάσκαλος, στοχαστής, συγγραφέας, ακαδημαϊκός, πολιτικός.
Με όλη αυτή την πολύπλευρη παιδεία και με την αδιαμφισβήτητη αξιοσύνη του τίμησε την προεδρία της Επιτροπής στη σύνταξη του Συντάγματος του 1975, ώστε την ημέρα ψήφισης του Συντάγματος στις 7 Ιουνίου του 1975 ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής να πει: «Το Παρόν Σύνταγμα… είναι πράγματι Ελληνικόν». Κατάφερε, σύμφωνα με τους Συνταγματολόγους να «κατοχυρώσει για πρώτη φορά σε αυτή την έκταση και την πληρότητα μια σειρά κοινωνικών δικαιωμάτων, «παντρεύοντας» την ιδέα της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης του προσώπου».
Πετυχημένος πλέον ως Συνταγματολόγος και κυριολεκτικά σε ό,τι επιδίωξε στη ζωή του, το 1985 αποσύρεται. Γράφει πλέον την αυτοβιογραφία του και οι κληρονόμοι του εκδίδουν σε δύο τόμους το τιτλοφορούμενο από το ίδιο έργο του «ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ». Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου του ο Κωνσταντίνος Τσάτσος γράφει για την καταγωγή του: «Ακόμα και από την καταγωγή μου έφερα το στίγμα του κοινού μέσου όρου. Η οικογένειά μου δεν ήταν ούτε από τις πρώτες του τόπου μα ούτε και μια μικροαστική οικογένεια. Έμποροι ήτανε οι περισσότεροι πρόγονοί μου και ακόμα σήμερα, εκτός από μένα και τον αδελφό μου, όλοι οι Τσάτσοι έμποροι και επιχειρηματίες είναι. Ακόμα και ο κλάδος της γιαγιάς μου, της Αθηνάς Τσάτσου, που κατόρθωσε να ανεβεί ψηλότερα κοινωνικά, με το εμπόριο έφτασε εκεί που έφτασε. Ένας δαιμόνιος έμπορος από τα μέρη του Πόντου κατέφθασε φτωχό παιδί στο τέλος του 18ου αιώνα στη Πόλη και εκεί, δουλεύοντας σκληρά σ’ ενός εμπόρου ρωμιού το μαγαζί, κατάφερε από απλό τσιράκι να γίνει μια μέρα γαμπρός του και συνεχίζοντας τη σκληρή δουλειά του πεθερού του να κερδίσει πολλά. Το 1821 φεύγοντας τους διωγμούς πήγε στο Λονδίνο όπου είχε ήδη εγκατεστημένους τους αντιπροσώπους του και συνέχισε και εκεί τη δουλειά του. Στο μεταξύ, αυτός ο Κώστας Ιπλιξής του Πόντου, μια που μεγαλοπιάστηκε, έκρινε όπως έπρεπε, διαλέγοντας ένα λόγιο όνομα, να μετονομασθεί σε Κωνσταντίνο Ιωαννίδη. Χάρη σε αυτόν με λεν κι εμένα Κωνσταντίνο».
Ορισμένως το βιβλίο «Λογοδοσία μιας ζωής» σε μερικές από τις πρώτες σελίδες του αναφέρεται από τον ίδιο στην καταγωγή του και ανάγει μέρος από τις ρίζες του στον εύανδρο Πόντο.
Ωστόσο σιωπή. Καμία αναφορά από κανέναν για την εξομολόγησή του αυτή.