Της Νόρας Κωνσταντινίδου
Ο γενικότερος εορτασμός των 200 χρόνων από το πρώτο ντουφέκι που ακούσθηκε να διαλαλεί και να απαιτεί το «Καλύτερα μιας ώρας Ελεύθερη ζωή» από την καρδιά της Ευρώπης, ή αυτόν από τον γραπτό λόγο που προέκυψε από το Ιάσιο στον Προύθο ποταμό, το πενταξάστερο «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», ή μήπως η φωνή από τη σπαρακτική οιμωγή των μοιρολογιστρών της Μάνης που σπαράσσονταν στο κλάμα αντιφωνώντας το λόγο του γούμενου της αγίας Λαύρας που έλεγε: «Να διώξουμ’ όλη την Τουρκιά ή να χαθούμε όλοι», αυτό το διψαλέο αίτημα πού έπεσε το πρώτο βόλι, δεν απαντήθηκε σταράτα ως τώρα. Μας έδωσαν (ύστερα από ολοκληρωμένες απαστράπτουσες παρελάσεις και καταθέσεις στεφάνων επί στεφάνων από επίσημους των επισήμων) ένα μικρό περιθώριο χρόνου για να «λύσουμε το σταυρόλεξο», αναζητώντας μια λέξη: Πού επιτέλους, σε ποιο μέρος της Μεγάλης τότε Ελλάδας ή της μικρής σήμερα έγινε, η έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης;
Για να είμαστε δίκαιοι, τους Έλληνες εκείνων των χρόνων, οι πρόγονοί μας εκείνης της αρχής ή, καλύτερα, οι αδελφοί μας εκείνης της κοσμοχαλασιάς καμία έγνοια δεν είχαν για το πού, πώς και πότε; Εκείνοι μια «βροχή» περίμεναν να πέσει επάνω τους, είπε ο Θόδωρος «ο γέρος του Μοριά», ο Κολοκοτρώνης. Τι τους έφαγε η ξεραΐλα, τους στέγνωσε τα σωθικά το «επτασφράγιστο μυστικό» της «ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ». Από μια σταλούδα βροχής ανέμεναν την έναρξη. Από το σημείο του Σταυρού του οποιουδήποτε ηγούμενου, αλλά και της οποιασδήποτε μαυροφόρας εκκλησιάς στην από έξω, και σε αντίθεση με αυτήν την μέσα την αλλιώτικη «την ολόφωτη εκκλησιά, στην εκκλησιά που φέγγει το τρεμάμενο φως του κανδηλιού» εκεί ο ηγούμενος διακηρύσσει:
«Παιδιά, για μεταλάβετε, για ξεμολογηθήτε˙
μας ήρθε η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
γιατί σηκώθη πόλεμος και πολεμάν τους Τούρκους.
Να διώξουμ’ όλη την Τουρκιά ή να χαθούμε όλοι».
Έτσι είπε ο ρασοφόρος του λαού, ο ταπεινός της εκκλησίας ιερουργός. Όχι με στεντόρεια τη φωνή ούτε με έπαρση, αλλά παρακλητικά σιγανή, όπως ταίριαζε στη στιγμή. Επομένως, από μέριμνα για να μην ακούσουν και τα λιθάρια στους τοίχους, ή οι άγιοι από το ιερό τέμπλο, παρά μόνο το κερί στο μανουάλι να αφουκρασθεί. Ας «ας στήσει αφτί» και μαζί με αυτό, ο «έχων ώτα ακούειν, ακουέτω». Ακριβώς όπως με τα αυτιά της άκουσε η κόρη Κασσιανή μέσα στο παλάτι τον απαστράπτοντα από πλούτο (από τον εγωισμό τον σύνηθες των κρατούντων) το 820 μ.Χ., ή οι μέσα από την ακράτεια της επίδειξης κύρους οι υψηλά ιστάμενοι δεν το πολύ σκέφθηκαν. Οι αναλογισμοί τους στέρεψαν. Ώθησαν, όπως ήταν επόμενο, οι βιωμένες διδαχές του περιβάλλοντος χώρου τον Θεόφιλο να αναρωτηθεί βλέποντας την κόρη – υποψήφια γυναίκα του, να πει: «Ως άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα».
Ωστόσο, πριν «ο αλέκτωρ εκφωνήσει τρις», ακούσθηκε από το στόμα της κόρης Κασσιανής ο λόγος: «Εκ γυναικός τα κρήττω». Και είχε στο νου της τη Μάνα Παναγιά να σηκώνει τον «άυλο» σταυρό του μαρτυρίου του Υιού του Μονάκριβου. Κοπέλα αγνή της καθημερινότητας γνώριζε τα περισσότερα. Για την Ελευθερία του λόγου που γίνεται αντίλογος σε ώρες βλασθήμιας. Ίσως γι αυτό οι Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας προγραμματίζοντας τη Μεγάλη Εβδομάδα τίμησαν τη Μεγάλη Τρίτη με την παρουσία της την Κασσία – Κασσιανή. Έδωσε θέση στους ψαλμούς που ακούγονται μεγαλοβδομαδιάτικα τα τροπάρια της Αγίας, όχι μόνο για μια και μοναδική φορά. Απαράλλακτα όπως ο λαός πόνεσε τους καημούς του με τα Δημοτικά τραγούδια και τα έντυσε με βυζαντινή μουσική. Γέφυρα αιώνια την πίστης και της ανδρείας.
Η μετάνοια της Κασσιανής σε μεταφορά στη νεοελληνική
Κύριε, η γυναίκα που ’πεσε σε πλήθος αμαρτίες
νιώθοντας τη θεότη Σου εγίνη μυροφόρα
και μύρα πριν απ’ την ταφή Σου φέρνει αυτή θρηνώντας.
Αλίμονό μου, λέγοντας, που ζω μες το σκοτάδι
στης αχαλίνωτης ζωής την άσωτη μανία
στη σκοτεινή κι αφέγγαρη της αμαρτίας λαχτάρα.
Δέξου τα δάκρυα μου πηγές. Εσύ που συμμαζώνεις
το θαλασσόνερο ψηλά στων ουρανών τα νέφη.
Εμπρός στ’ αναστενάγματα λύγισε της καρδιάς μου.
Εσύ που χαμηλώνοντας τα Ουράνια ήρθες κάτω στη γη μας
θα Σου φιλήσω περισσά τ’ αμόλευτα Σου πόδια
κι ύστερα με τις μπούκλες μου θα τα σφουγγίσω ως πρέπει
τα πόδια που τον κρότο του ενιώθοντας ένα βράδυ
η Εύα στον Παράδεισο, ετρόμαξε κι εκρύφτη.
Τ’ αμέτρητά μου κρίματα και τη δική Σου κρίση
που κρύβεται αξεδιάλυτη μες σε πυκνό σκοτάδι
ποιος θα μπορέσει κάποτε να δει και να μετρήσει.
Κύριε ψυχοσώστη μου, και ποιος να φανερώσει;
Εμέ που είμαι δούλη Σου μη με περιφρονήσεις.
Εσύ που αμέτρητη σκορπάς τη θεία Σου ευσπλαχνία.
Γιώργου Πηλείδη
Ποντιακή Εστία 43ο 1982