Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή: τα αίτια της ήττας και οι συνέπειες για την Ανατολική Θράκη

0
441

Νικόλαος Θ. Γεωργιάδης, δρ Ιστορίας


 

Β’ ΜΕΡΟΣ
(διαβάστε το Α’ μέρος εδώ)

 

Διπλωματικά: Η Συνθήκη των Σεβρών, στην οποία αποφασίστηκε ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των Συμμάχων αλλά παράλληλα έδινε και εδαφικά κέρδη στην Ελλάδα. Ωστόσο, η αλλαγή στάσης των Συμμάχων μας, καθώς σχηματίστηκε φιλοβασιλική κυβέρνηση μετά τις εκλογές της 01 Νοεμβρίου 1920 (παρότι οι Βενιζελικοί έλαβαν 13.000 περισσότερες ψήφους, τελικά κέρδισαν μόνον 118 έδρες λόγω του πλειοψηφικού συστήματος σε ευρεία περιφέρεια), η συνεπόμενη διπλωματική απομόνωση Ελλάδας και η ταυτόχρονη σύναψη σειράς συμμαχιών του Κεμάλ με δυτικές χώρες και τη Σοβιετική Ένωση παρέχοντας οικονομικά προνόμια και αποδεχόμενος εδαφικά και στρατιωτικά ανταλλάγματα, άλλαξαν τις ισορροπίες στη διεθνή εξωτερική πολιτική εις βάρος της Ελλάδας. Μάλιστα, με τη Διασυμμαχική Διάσκεψη του Λονδίνου (Μάρτιος 1921) οι Βρετανοί επιχείρησαν να επιτύχουν μια διπλωματική λύση του μικρασιατικού ζητήματος, επειδή οι ευρωπαϊκοί οικονομικοί κύκλοι επιθυμούσαν την πολιτική διευθέτηση του οθωμανικού προβλήματος και όχι τη στρατιωτική, επιζητώντας την απαγκίστρωσή τους.
Βρετανία: Οι Βρετανοί επιδίωκαν το άνοιγμα νέων δρόμων επικοινωνίας με τις Ινδίες και τον έλεγχο των πετρελαίων της Μέσης Ανατολής (της Μοσούλης και του Καυκάσου). Επειδή διέθεταν μεγάλη ναυτική δύναμη, προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν τη χερσαία στρατιωτική δύναμη της Ελλάδας για να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους στα παράλια και στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Έτσι, η Βρετανία ενεθάρρυνε μεν την Ελλάδα, χωρίς όμως να την υποστηρίξει αρκετά, όντας έτοιμη όμως να επωφεληθεί από τυχόν ελληνική νίκη, αλλά και έτοιμη να την εγκαταλείψει σε ενδεχομένη ήττα, όπως και έγινε τελικά. Αυτό που ενδιέφερε τους Βρετανούς ήταν η προάσπιση των συμφερόντων τους από τουρκικές ενέργειες στη Μοσούλη.
Γαλλία: Από την πλευρά τους οι Γάλλοι δεν ήθελαν να αφήσουν ελεύθερο το πεδίο δράσης στους Βρετανούς στη Μέση Ανατολή. Για τον λόγο αυτό και στα πλαίσια της Διασυμμαχικής Διάσκεψης του Λονδίνου, η Γαλλία ήταν η πρώτη συμμαχική χώρα που αναγνώρισε την κυβέρνηση του Μουσταφά Κεμάλ υπογράφοντας το τουρκο-γαλλικό Σύμφωνο Σαμί-Μπριάν στις 11 Μαρτίου 1921. To σύμφωνο αυτό επιβεβαιώθηκε με τη Συνθήκη της Άγκυρας που υπέγραψε ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής της Γαλλίας επί των Εξωτερικών Henry Franklin-Bouillon στις 20 Οκτωβρίου 1921 στην Άγκυρα. Αυτή η τουρκο-γαλλική συμφωνία προέβλεπε την κατάπαυση των εχθροπραξιών μεταξύ Γαλλίας και της κυβέρνησης της Άγκυρας, την απόσυρση των γαλλικών στρατευμάτων από την Κιλικία, αλλά όχι και από το σαντζάκι της Αλεξανδρέττας, την παράδοση μεγάλης ποσότητας πολεμικού υλικού στους Κεμαλικούς, καθώς επίσης και διομολογήσεις για εκμετάλλευση του τουρκικού υπεδάφους αλλά και για συμμετοχή της Γαλλίας στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις της Τουρκίας με σκοπό να διαδεχθεί τη Γερμανία σε μεγάλο τμήμα του σιδηροδρόμου της Βαγδάτης. Για την Ελλάδα το σύμφωνο αυτό είχε δυσμενείς συνέπειες, αφού δυσχέραινε την κατάστασή της τόσο στρατιωτικά –ο Κεμάλ πλέον θα μπορούσε να συγκεντρώσει όλες του τις δυνάμεις κατά των Ελλήνων έχοντας εξασφαλίσει τα νώτα του– όσο και διπλωματικά –αφού σήμαινε την περαιτέρω απομόνωση της ελληνικής κυβέρνησης. Έτσι, η Γαλλία παραχώρησε την Κιλικία στον Κεμάλ, επειδή η Ελλάδα εξυπηρετούσε τα αγγλικά συμφέροντα, αλλά διατήρησε τον έλεγχο της Συρίας και του Λιβάνου. Πρέπει όμως να τονιστεί επίσης ότι η Γαλλία κατείχε τη 2η θέση στο οθωμανικό εξωτερικό εμπόριο, είχε δανείσει τους Οθωμανούς κατέχοντας το μεγαλύτερο τμήμα του εξωτερικού χρέους τους, ενώ επίσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν επενδυθεί γαλλικά ιδιωτικά κεφάλαια. Κατά συνέπεια, τα κοινά οικονομικά συμφέροντα Γάλλων και Τούρκων ήταν μεγάλα, γι’ αυτό και η Γαλλία ήταν η πρώτη σύμμαχός μας που συμμάχησε με τον Κεμάλ. Ας μην λησμονούμε, λοιπόν, ότι το σύνθημα «Ελλάς-Γαλλία-Συμμαχία» δεν βρήκε εφαρμογή το 1921-1922, ενώ και τα αεροπλάνα Rafale και οι φρεγάτες Belharra δεν μας χαρίστηκαν, όπως το γαλλικό πολεμικό υλικό στους Κεμαλικούς, αλλά αγοράστηκαν από εμάς.
Ιταλία: Οι Ιταλοί έχοντας κατακτήσει τα Δωδεκάνησα από το 1911, επιθυμούσαν να καταλάβουν τη Σμύρνη, την οποία τους είχαν υποσχεθεί οι Άγγλοι και οι Γάλλοι το 1917. Μετά την απόδοση όμως της Σμύρνης στους Έλληνες, οι Ιταλοί κατέλαβαν τη νοτιοδυτική Μικρά Ασία, την Αττάλεια και την ακτογραμμή απέναντι από τα Δωδεκάνησα για να δημιουργήσουν τη δική τους σφαίρα επιρροής στην Ανατολία. Τα συμφέροντα της Ιταλίας, συμμάχου μας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν αντίθετα με της Ελλάδας τόσο στα Δωδεκάνησα όσο και στη Βόρεια Ήπειρο, όπου ζούσαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί. Αυτή η σύγκρουση συμφερόντων αποδείχτηκε με την υπογραφή του τουρκο-ιταλικού Συμφώνου Σαμί-Σφόρτσα στις 12 Μαρτίου 1921, μία ημέρα μετά την υπογραφή του τουρκο-γαλλικού Συμφώνου Σαμί-Μπριάν. Η συμφωνία αυτή οδήγησε στην απόσυρση ιταλικών στρατευμάτων από την Αττάλεια με αντάλλαγμα οικονομικά προνόμια στο σαντζάκι Αττάλειας και σε περιοχές της Κιουτάχειας, του Αϊδινίου και του Ικονίου, και στην παράδοση ιταλικού πολεμικού υλικού στους Κεμαλικούς. Σημειωτέον ότι στην επίθεση του Αυγούστου του 1922 οι Κεμαλικοί επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά εναντίον των ελληνικών στρατευμάτων και από τις ιταλοκρατούμενες περιοχές, νοτιοδυτικά του ελληνικού μετώπου άμυνας.
ΗΠΑ: Οι Αμερικανοί επιζητούσαν να έχουν οικονομική επιρροή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μέσω της επένδυσης αμερικανικών κεφαλαίων και της ίδρυσης υποκαταστημάτων αμερικανικών τραπεζών.
Γερμανία: Οι Γερμανοί είχαν συνάψει στρατιωτική συμμαχία με τους Οθωμανούς και ήταν σύμμαχοί τους κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η σύμπλευση συμφερόντων υπήρχε και προηγουμένως, καθώς η Γερμανία είχε χρηματοδοτήσει τον σιδηρόδρομο της Βαγδάτης (πορεία προς Ανατολάς των Γερμανών-Drang nach Osten), ενώ επίσης κατείχε την 3η θέση στο οθωμανικό εισαγωγικό εμπόριο καθώς και το 20% του οθωμανικού χρέους, οπότε επιθυμούσε να αποτρέψει την κατάρρευση του τουρκικού κράτους.
Σοβιετική Ένωση: Στις αρχές του 1919 αναχώρησε ελληνικό εκστρατευτικό σώμα για την Ουκρανία και στις 20 Ιανουαρίου 1919 έφτασε στην Οδησσό για να βοηθήσει τις δυνάμεις της Αντάντ που μάχονταν στο πλευρό των τσαρικών δυνάμεων και εναντίον των Σοβιετικών. Η συμμετοχή Ελλήνων στρατιωτών στην Ουκρανική Εκστρατεία ήταν το ανθρώπινο αντάλλαγμα που έδωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος για να λάβει τη συναίνεση των δυνάμεων της Αντάντ για εδαφικές παραχωρήσεις στα μικρασιατικά παράλια τον Μάιο του ίδιου έτους. Ωστόσο, αυτή η αποστολή ελληνικών στρατευμάτων κατά των Σοβιετικών οδήγησε στην πρόσκαιρη, όχι βέβαια ιδεολογική, προσέγγιση Σοβιετικών και Κεμαλικών, καθώς κοινός εχθρός ήταν οι δυνάμεις της Αντάντ και η Ελλάδα, που κατείχαν εδάφη τόσο στη Ρωσία-Ουκρανία όσο και στην Τουρκία-Ανατολία. Απόρροια αυτής της προσέγγισης ήταν το τουρκο-σοβιετικό Σύμφωνο Φιλίας και Αδελφοσύνης που υπογράφτηκε στη Μόσχα στις 16 Μαρτίου 1921 έπειτα από διμερείς συνομιλίες. Οι αντιπροσωπείες των δύο πλευρών αλληλοαναγνώρισαν την κρατική τους υπόσταση, συμφώνησαν την εκχώρηση των εδαφών του Καυκάσου-Καρς από τη Σοβιετική Ένωση στην κεμαλική Τουρκία και υπέγραψαν συμμαχία και προσφορά στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας σε χρήμα και πολεμικό υλικό από τους Σοβιετικούς στους Κεμαλικούς. Τον Απρίλιο του 1922 όμως Σοβιετικός απεσταλμένος στην Αθήνα πρότεινε στον γενικό γραμματέα του ΣΕΚΕ Γιάννη Κορδάτο το σταμάτημα του πολέμου και την αυτονόμηση της παραλιακής ζώνης της Μικράς Ασίας (όπως πρότεινε και η «Μικρασιατική Άμυνα»), με αντάλλαγμα την de facto αναγνώριση της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε, μένοντας πιστή στους ξένους συμμάχους μας οι οποίοι όμως πλέον ήταν σύμμαχοι του Κεμάλ. Πάντως, παρά την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης προς την κεμαλική Τουρκία, ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος παραδεχόταν ότι: «Όταν η νέα σοβιετική εξουσία έβγαλε την χώραν από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμον, δεν εγκατέλειψε τον Ελληνισμό του Πόντου στο έλεος των τσέτηδων. Τον βοήθησε και πάλι να αμυνθεί… οι άθεοι κομμουνιστές εφάνησαν περισσότερον χριστιανοί από τους “χριστιανούς” Αγγλογάλλους».
Η αλλαγή, λοιπόν, στάσης των Συμμάχων μας έγινε το 1921. Μέσα σε 5 ημέρες, 11 με 16 Μαρτίου 1921 οι Κεμαλικοί πέτυχαν να συνάψουν, όπως είδαμε, συμμαχίες με τους Γάλλους, τους Ιταλούς και τους Σοβιετικούς. Στις 18 Μαΐου 1921 οι Σύμμαχοί μας κήρυξαν την ουδετερότητά τους στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο, ωστόσο το καλοκαίρι του 1921 Γάλλοι και Ιταλοί αποσύρθηκαν από την Κιλικία και την Αττάλεια αντίστοιχα, αφήνοντας στον Κεμάλ όπλα και τα λιμάνια του νότου ελεύθερα για ανεφοδιασμό. Παράλληλα με τις διμερείς συμφωνίες με τη Γαλλία και ην Ιταλία αποδεσμεύτηκαν σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις των Τούρκων που χρησιμοποιήθηκαν κατά των Ελλήνων στρατιωτών. Τον Αύγουστο του 1922 οι Σύμμαχοί μας δεν έριξαν έστω μία κανονιά για να αποτρέψουν τη σφαγή στη Σμύρνη, όπως τονίζει ο γενικός πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη το 1922 Τζορτζ Χόρτον: «οι Τούρκοι θα έρχονταν αμέσως στα συγκαλά τους, αν έστω και δύο διοικητές του συμμαχικού στόλου έπαιρναν την πρωτοβουλία να ρίξουν άσφαιρα πυρά ή μία οβίδα χωρίς γόμωση προς τον τούρκικο τομέα. Η εικόνα των πολεμικών πλοίων στο λιμάνι της Σμύρνης το σωτήριο έτος 1922, να παρακολουθούν σιωπηλά την τελευταία πράξη της τραγωδίας των χριστιανών της Τουρκίας, ήταν ίσως η πιο θλιβερή και πιο σημαντική απ’ όλες». Και, εκτός εξαιρέσεων, ιδιωτών και φιλανθρωπικών οργανώσεων, οι Σύμμαχοί μας όχι μόνον δεν έσωσαν Έλληνες, αλλά τους πετούσαν πάλι στη θάλασσα όταν προσπαθούσαν να ανέβουν στα καράβια τους, σύμφωνα με μαρτυρίες διασωθέντων, όπως αυτή του στρατιώτη Παναγιώτη Μαρσέλου: «Τότε, όσοι ξέραν μπάνιο, πέφταν στη θάλασσα. Αν τους βλέπαν οι Τούρκοι, τους σκότωναν μέσα εκεί. Εάν δεν τους βλέπαν, έφταναν στα συμμαχικά πολεμικά καράβια που ήταν αραγμένα και υποστήριζαν τους Έλληνες. Τους άφηναν και σκαρφαλώναν απάνω στα καράβια και μόλις μπαίναν μέσα, τους ξανάριχναν στη θάλασσα! Άλλοι πνιγόντουσαν κι άλλοι έβγαιναν πάλι όξω. Οι Άγγλοι, οι Γάλλοι και οι Ιταλοί καθόντουσαν στα καφενεία και γλεντούσαν». Αυτοί ήταν οι σύμμαχοί μας. Αυτοί ήταν οι συμπολεμιστές μας από το 1917, που μάτωσαν μαζί με Έλληνες στρατιώτες στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτοί ήταν τότε αντίπαλοι των Τούρκων, αλλά μετά από τέσσερα χρόνια έγιναν σύμμαχοι και φίλοι τους.

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ: Με την Ανακωχή των Μουδανιών στις 11 θρακθΟκτωβρίου 1922 αποφασίστηκε η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης, του φυσικού προμαχώνα της Κωνσταντινούπολης ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους. Οι Σύμμαχοί μας και πάλι δεν στήριξαν την Ελλάδα αλλά τον Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος απείλησε να συνεχίσει τον πόλεμο στη Θράκη, αν και δεν διέθετε την αποβατική δύναμη για να μεταφέρει σε αυτή στρατεύματα. Πάντως, ένα χρόνο πριν την καταστροφή ο Έλληνας αρχιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος είχε προειδοποιήσει για την εξέλιξη αυτή: «Φοβούμαι ότι και την Θράκην θα την χάσωμεν. Απ’ ό,τι βλέπω εκεί βαδίζομεν. Η Γαλλία και η Ιταλία είναι άσπονδοι εχθροί μας. Αλλά μήπως και η Αγγλία πάει πίσω; Σήμερον έχει συμφέρον να παρατείνει αυτήν την κατάστασιν, θέλει τας ελληνικάς λόγχας. Όταν αύριο θα τα φκιάσει με τον Κεμάλ, θα μας δώσει την κλωτσιά κατάστηθα και ευρισκόμεθα πολύ πλησίον της εποχής αυτής». Πράγματι, τα λόγια του δεν ήταν προφητικά, αλλά προφανώς είχε εκτιμήσει σωστά τις προθέσεις των ξένων συμμαχικών δυνάμεων και είχε αντιληφθεί την αλλαγή στάσης τους, άρα και τον αρνητικό για την Ελλάδα συσχετισμό των στρατιωτικών δυνάμεων. Η Ανατολική Θράκη παραδόθηκε στους Τούρκους αμαχητί τον Οκτώβριο του 1922. Την εποχή αυτή ο Αμερικανός λογοτέχνης Έρνεστ Χέμινγουεϊ βρέθηκε στην Αδριανούπολη και περιέγραψε την εκκένωσή της: «Μια ουρά από πρόσφυγες 30 χιλιόμετρα σε μήκος, διέσχιζε την πόλη καθοδόν προς την Ελλάδα. Γυναίκες, άνδρες και παιδιά περπατούσαν σκυφτοί, σιωπηλοί, δίπλα σε κάρα γεμάτα κρεβάτια, καναπέδες, καθρέπτες, μπρίκια και ραπτομηχανές». Αυτό ήταν το τραγικό τέλος του Ελληνισμού της Ανατολικής Θράκης, συνέπεια της Μικρασιατικής Καταστροφής, που επισφραγίστηκε με τη Συνθήκη και τη Σύμβαση της Λοζάνης.
Από την ανάλυση των αιτίων της Μικρασιατικής Καταστροφής προκύπτει ότι η Ελλάδα ήταν ένα πιόνι στη σκακιέρα του ανταγωνισμού των γεωστρατηγικών και οικονομικών συμφερόντων των μεγάλων αποικιοκρατικών χωρών του πρώτου τετάρτου του 20ού αιώνα. Η διπροσωπία και η αποδέσμευση των δυνάμεων αυτών αλλά και τα λάθη της ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, σε συνδυασμό με τον πολιτικό ρεβανσισμό που εκδηλώθηκε με την αλλαγή των αξιωματικών του στρατού μετά το 1920 και την επικράτηση του φιλοβασιλικών, οδήγησαν στην τραγωδία του Ελληνισμού της Ανατολής. Κλείνοντας θα επικαλεστώ τη φράση του Διονύσιου Σολωμού: «Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό, ό,τι είναι αληθινό». Σήμερα, αν και Πρωταπριλιά, προσπάθησα να αναλύσω τα αληθινά αλλά και βαθύτερα αίτια της εθνικής μας καταστροφής. Αυτή είναι η δική μου αλήθεια, η προσωπική μου εκτίμηση για τα ιστορικά γεγονότα, με την οποία μπορεί να μην συμφωνούν απόλυτα όλοι και όλες, αλλά τουλάχιστον είναι αλήθεια, έστω και σκληρή.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!